Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Το Βαλτινό της Αντίστασης και της Αλληλεγγύης – Μια άγνωστη ιστορία του 1941

 

Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, οι χωρικοί του Βαλτινού, ετοιμάζονταν για τη Δευτεριάτικη αγορά των Τρικάλων. Η είδηση της κήρυξης του πολέμου τούς βρήκε μπροστά στο ραδιόφωνο, να ακούνε τον Εθνικό Ύμνο και το έκτακτο ανακοινωθέν: «Αγωνιστείτε δια την πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων αγών». Τα λόγια αυτά, βαριά και ιερά, πάγωσαν τους χωρικούς. «Έχομε πόλεμο!» φώναζαν, σταυρώνοντας τα χέρια και κοιτώντας τον ουρανό.

Μέσα σε λίγες μέρες η επιστράτευση ξεκίνησε. Οι νέοι του χωριού ετοιμάζονταν να παρουσιαστούν στις μονάδες τους, ενώ ολόκληρη η κοινότητα βυθίστηκε σ’ ένα μείγμα ενθουσιασμού και αγωνίας. Από το ραδιόφωνο και τις τοπικές εφημερίδες έφταναν νέα για τις μάχες στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Οι ελληνικές νίκες γέμιζαν περηφάνια τις καρδιές, μα οι απώλειες δεν άργησαν να έρθουν. Στις εφημερίδες των Τρικάλων δημοσιεύονταν τα ονόματα των πρώτων πεσόντων, ανάμεσά τους και Τρικαλινοί στρατιώτες.

Αρχές του 1941, η καμπάνα της εκκλησίας του Βαλτινού ήχησε χαρμόσυνα για την κατάληψη της Κλεισούρας. Η χαρά, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ. Τον Απρίλιο, ο ουρανός των Τρικάλων μαύρισε από τα γερμανικά αεροπλάνα. Οι βομβαρδισμοί σκόρπισαν τον πανικό και οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη αναζητώντας καταφύγιο στα χωριά. Λίγες μέρες μετά, οι Γερμανοί καταλάμβαναν τα Τρίκαλα, ενώ η συνθηκολόγηση έφερε την Κατοχή. Η πείνα έκανε γρήγορα την εμφάνισή της, απειλώντας ζωές και αξιοπρέπεια.

Μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινή περίοδο, το Βαλτινό έγραψε τη δική του φωτεινή σελίδα. Όταν οι αρχές συγκρότησαν εφορίες για τη συγκέντρωση τροφίμων, με σκοπό τη λειτουργία συσσιτίων και την αποτροπή του λιμού, οι κάτοικοι του χωριού στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Παρέδωσαν μέρος της παραγωγής τους και, επιπλέον, διενήργησαν έρανο μεταξύ τους, συγκεντρώνοντας 2.000 οκάδες σίτου που παρέδωσαν στις τοπικές εφορίες. Μια πράξη αυταπάρνησης και ανθρωπιάς, την ώρα που οι ίδιοι στερούνταν τα βασικά.

Δεν ήταν αυτονόητο, σε καιρό πείνας, να προσφέρει κανείς το σιτάρι του. Η απόφαση αυτή δεν υπαγορεύτηκε από φόβο ή υποχρέωση, αλλά από συνείδηση. Οι κάτοικοι του Βαλτινού, με τη στάση τους, απέδειξαν ότι η αληθινή γενναιότητα δεν βρίσκεται μόνο στα πεδία των μαχών, αλλά και στην αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο.

Η συγκινητική αυτή πράξη δεν πέρασε απαρατήρητη. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1941, η εφημερίδα Αναγέννησις δημοσίευσε δημόσιο έπαινο του τότε Νομάρχη Τρικάλων, Σάββα Χώτζη, ο οποίος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τους κατοίκους του Βαλτινού, χαρακτηρίζοντας τη χειρονομία τους «μεστή αγνών αισθημάτων αλληλεγγύης».

Στο πρόσωπο των ανθρώπων του Βαλτινού τιμήθηκε ολόκληρη η έννοια της λαϊκής ευαισθησίας και της συλλογικής αξιοπρέπειας. Η πράξη τους αποτελεί διαχρονικό μάθημα ήθους και κοινωνικής ευθύνης.

Γιατί οι ήρωες δεν είναι μόνο εκείνοι που κρατούν όπλα, είναι κι εκείνοι που, μέσα στο σκοτάδι της πείνας και της κατοχής, κρατούν άσβεστο τον πυρσό της ανθρωπιάς. Και το Βαλτινό υπήρξε τότε ένας τέτοιος πυρσός φωτός.


Όταν ο Χορός Νίκησε τον Πόλεμο

 

Σε μιαν εποχή που όλα γύριζαν γύρω από την ανάγκη για επιβίωση, κάποιος βρήκε το θάρρος να στήσει πανηγύρι. Το Βαλτινό του 1946 δεν είχε ακόμη προλάβει να επουλώσει τις πληγές του πολέμου, κι όμως, ο Ευάγγελος Βότσιος και η Παρασκευή Καθαρανάση αποφάσισαν ότι η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί - και να συνεχιστεί με γλέντι.

Η φωτογραφία αυτή δεν είναι απλώς ανάμνηση ενός γάμου. Είναι μαρτυρία ενός ολόκληρου κόσμου που πίστευε πως η χαρά δεν είναι πολυτέλεια, αλλά χρέος απέναντι στους ζωντανούς και τους νεκρούς. Βλέπεις τα πρόσωπα και διακρίνεις κάτι βαθύτερο από τη συγκίνηση της στιγμής: μια συλλογική αναπνοή, μια κοινότητα που δεν στέκεται πλάι στο ζευγάρι απλώς ως καλεσμένη, αλλά ως εγγυήτρια της ίδιας της πράξης του γάμου.

Οι οργανοπαίχτες στο κέντρο -ο βιολάτορας, ο κλαριντζής, οι λαουτιέρηδες- δεν είναι διασκεδαστές, είναι λειτουργοί ενός άτυπου μυστηρίου. Όπως ο ιερέας ευλογεί με λιβάνι, έτσι εκείνοι ευλογούν με νότες. Πίσω τους, άντρες και γυναίκες σε στολές που κουβαλούν αιώνες ιστορίας: μεσοφόρια υφαντά, ποδιές με κεντίδια, μαντήλια σφιγμένα στο μέτωπο, ζώνες και γιλέκα - ρούχα που δεν φοριούνται απλώς, αλλά δηλώνουν τόπο, οικογένεια, μονοπάτι ζωής.

Δεν χαμογελούν όλοι, όχι γιατί δεν χαίρονται, αλλά γιατί ξέρουν πως η φωτογραφία δεν είναι παιχνίδι. Εκείνη τη στιγμή, ποζάρουν με το βάρος της μαρτυρίας. Σαν να λένε: «Ήμασταν εδώ. Σταθήκαμε όρθιοι. Κι όταν ο κόσμος φλέγονταν, εμείς χορέψαμε.»

Ίσως αυτό να είναι τελικά το βαθύτερο νόημα του γάμου - όχι η ένωσης δύο ανθρώπων, αλλά η υπενθύμιση ότι η ζωή έχει πείσμα. Ότι μέσα στα ερείπια μπορεί να ακουστεί ένα κλαρίνο. Κι ότι σε ένα χωριό της Θεσσαλίας, λίγο μετά τη λαίλαπα της ιστορίας, αποφάσισαν να βγάλουν μια φωτογραφία, για να θυμούνται οι επόμενοι πως κάποτε, εκεί, γεννήθηκε ξανά η ελπίδα.


επικοινωνιστε μαζι μας