Σε μιαν εποχή που όλα γύριζαν γύρω από την ανάγκη για επιβίωση, κάποιος
βρήκε το θάρρος να στήσει πανηγύρι. Το Βαλτινό του 1946 δεν είχε ακόμη προλάβει
να επουλώσει τις πληγές του πολέμου, κι όμως, ο Ευάγγελος Βότσιος και η
Παρασκευή Καθαρανάση αποφάσισαν ότι η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί - και να
συνεχιστεί με γλέντι.
Η φωτογραφία αυτή δεν είναι απλώς ανάμνηση ενός
γάμου. Είναι μαρτυρία ενός ολόκληρου κόσμου που πίστευε πως η χαρά δεν είναι
πολυτέλεια, αλλά χρέος απέναντι στους ζωντανούς και τους νεκρούς. Βλέπεις τα
πρόσωπα και διακρίνεις κάτι βαθύτερο από τη συγκίνηση της στιγμής: μια
συλλογική αναπνοή, μια κοινότητα που δεν στέκεται πλάι στο ζευγάρι απλώς ως
καλεσμένη, αλλά ως εγγυήτρια της ίδιας της πράξης του γάμου.
Οι οργανοπαίχτες στο κέντρο -ο βιολάτορας, ο
κλαριντζής, οι λαουτιέρηδες- δεν είναι διασκεδαστές, είναι λειτουργοί ενός
άτυπου μυστηρίου. Όπως ο ιερέας ευλογεί με λιβάνι, έτσι εκείνοι ευλογούν με
νότες. Πίσω τους, άντρες και γυναίκες σε στολές που κουβαλούν αιώνες ιστορίας:
μεσοφόρια υφαντά, ποδιές με κεντίδια, μαντήλια σφιγμένα στο μέτωπο, ζώνες και
γιλέκα - ρούχα που δεν φοριούνται απλώς, αλλά δηλώνουν τόπο, οικογένεια,
μονοπάτι ζωής.
Δεν χαμογελούν όλοι, όχι γιατί δεν χαίρονται,
αλλά γιατί ξέρουν πως η φωτογραφία δεν είναι παιχνίδι. Εκείνη τη στιγμή,
ποζάρουν με το βάρος της μαρτυρίας. Σαν να λένε: «Ήμασταν εδώ. Σταθήκαμε
όρθιοι. Κι όταν ο κόσμος φλέγονταν, εμείς χορέψαμε.»
Ίσως
αυτό να είναι τελικά το βαθύτερο νόημα του γάμου - όχι η ένωσης δύο ανθρώπων,
αλλά η υπενθύμιση ότι η ζωή έχει πείσμα. Ότι μέσα στα ερείπια μπορεί να
ακουστεί ένα κλαρίνο. Κι ότι σε ένα χωριό της Θεσσαλίας, λίγο μετά τη λαίλαπα
της ιστορίας, αποφάσισαν να βγάλουν μια φωτογραφία, για να θυμούνται οι
επόμενοι πως κάποτε, εκεί, γεννήθηκε ξανά η ελπίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου