Το
χωριό μοιάζει αλλιώτικο τη Μεγάλη Εβδομάδα. Λες και οι δρόμοι σιωπούν, οι
άνθρωποι περπατούν πιο αργά, με σκέψη βαριά, σαν να κουβαλούν κι αυτοί έναν
σταυρό. Τα λουλούδια ανθίζουν με περισσότερη σεμνότητα, δεν καμαρώνουν, απλώς
υπάρχουν, προσφέροντας την ομορφιά τους ταπεινά - σαν μοσχοβόλα προσευχή.
Μια
γιαγιά ανάβει το καντήλι μπροστά στην παλιά εικόνα. Η φλόγα τρεμοπαίζει, σαν να
παρακολουθεί κι αυτή τα Πάθη. Ο ήχος της ψαλμωδίας ξεχύνεται από την εκκλησία
και φτάνει ως τις αυλές, σαν ανάσα ουράνια. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται…» και οι
καρδιές σκύβουν, όχι από φόβο, μα από ευλάβεια.
Ο
κόσμος γεμίζει την εκκλησία. Οι γυναίκες με μαύρα μαντήλια, οι άντρες με βλέμμα
σκεπτικό. Κανείς δεν μιλά πολύ. Λες και κάθε λέξη θα ήταν προσβολή μπροστά στον
πόνο του Χριστού. Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σιωπή υπάρχει μία βαθιά επικοινωνία
- των ανθρώπων μεταξύ τους και με το Θείο.
Η
Μεγάλη Πέμπτη μυρίζει κερί, λιβάνι και ψωμί. Ο επιτάφιος στολίζεται με χέρια
γεμάτα φροντίδα, σαν να ετοιμάζουν το σώμα κάποιου αγαπημένου. Την Μεγάλη Παρασκευή,
ο ουρανός χαμηλώνει. Σαν να σκύβει κι αυτός από θλίψη, όπως οι γέροι που
ακουμπούν στο μπαστούνι τους για να σταθούν.
Κι
όμως, μέσα σε αυτό το σκοτάδι, μέσα στον επιτάφιο θρήνο, υπάρχει κάτι που δεν
σβήνει: η προσμονή. Όλοι ξέρουν πως η νύχτα αυτή δεν είναι το τέλος. Η ελπίδα σιγοκαίει
σαν το καντήλι που δεν σβήνει ποτέ. Η Ανάσταση θα έρθει, όπως έρχεται πάντα το
φως μετά το σκοτάδι.
Η
Μεγάλη Εβδομάδα είναι η πορεία μας μέσα από τον πόνο και τη θυσία, μέχρι τη
λύτρωση. Είναι το δικό μας ταξίδι προς το φως. Κι αν σωπάσουμε και αφουγκραστούμε,
μπορεί να ακούσουμε την καρδιά του κόσμου να χτυπά με έναν παλιό ιερό ρυθμό: «Νίκη
της ζωής επί του θανάτου».
Αυτή
είναι η σιωπή της Μεγάλης Εβδομάδας. Βαθιά, κατανυκτική, αλλά γεμάτη υπόσχεση.