Το «Πώς το
τρίβουν το πιπέρι» είναι ένας κυκλικός, αντρικός, μιμητικός χορός. Στο Βαλτινό
τον χόρευαν στα οικογενειακά γλέντια και στους γάμους, κυρίως τις πρωινές ώρες,
όταν ορισμένοι έρχονταν σε μεγάλο κέφι.
Ο χορός
ξεκινούσε με συρτό στα τρία και στη συνέχεια εκτελούσαν μιμητικές κινήσεις,
περιγράφοντας τους τρόπους με τους οποίους οι καλόγεροι υποτίθεται πως έτριβαν
το πιπέρι. Όλοι οι χορευτές ακολουθούσαν τα λεγόμενα του τραγουδιστή και
προσπαθούσαν να «τρίψουν» το πιπέρι με όποιο μέρος του σώματος ανέφερε ο
στίχος.
Αν κάποιος
από τους χορευτές δεν συμμορφωνόταν με τις προσταγές του τραγουδιού,
εξαναγκαζόταν να το κάνει από τον τελευταίο χορευτή, ο οποίος περνούσε ανάμεσά
τους και τους απειλούσε με τη ζώνη που κρατούσε στο χέρι. Στο δεύτερο μέρος του
χορού εκτελούσαν δύο φορές τις κινήσεις του καλαματιανού.
Οι στίχοι του τραγουδιού
Πώς το τρί-
βλάχα μου μωρή, πώς το τρίβουν το πιπέρι,
Πώς το τρίβουν το πιπέρι, του διαβόλου οι καλογέροι.
Με τη φτε- βλάχα μου μωρή, με τη φτέρνα τους το τρίβουν,
Με τη φτέρνα τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Σηκωθείτε,
παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.
Με το γό-
βλάχα μου μωρή, με το γόνατο το τρίβουν,
Με το γόνατο το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.
Με τη μύ-
βλάχα μου μωρή, με τη μύτη τους το τρίβουν,
Με τη μύτη τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.
Με τη γλώ-
βλάχα μου μωρή, με τη γλώσσα τους το τρίβουν,
Με τη γλώσσα τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.
Με τον κώ-
βλάχα μου μωρή, με τον κώλο τους το τρίβουν,
Με τον κώλο τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.
Η ιστορία του τραγουδιού
Το τραγούδι
ξεκίνησε από τους Ηπειρώτες κατοίκους της Πίνδου και έγινε πανελληνίως γνωστό
και αγαπητό. Η ελευθεριότητα της εποχής επέτρεπε να χορεύεται και να
αναπαριστάται ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς. Αρχικά, ήταν ένα περιπαικτικό
τραγούδι κατά των καλογέρων, οι οποίοι είχαν βρει στο τρίψιμο του πιπεριού μια
ευκαιρία πλουτισμού, ανακατεύοντας τη σκόνη με διάφορα τρίματα για να
αυγατίζουν τα κέρδη τους. Έτσι, μέρα-νύχτα έτριβαν το πιπέρι με κάθε τρόπο, και
η λαϊκή φαντασία έφτασε να λέει πως το έτριβαν με όποιο μέρος του σώματός τους
μπορούσαν.
Οι
έμποροι-ταξιδευτές (κυρατζίδες) της Ηπείρου, όταν δεν διανυκτέρευαν σε χάνια,
έβρισκαν καταφύγιο σε μοναστήρια, όπου έγιναν μάρτυρες τέτοιων περιστατικών και
τα μετέτρεψαν σε τραγούδι. Το τραγούδι, ωστόσο, δεν μπορούσε να ακουστεί στα
θρησκευτικά πανηγύρια. Αντίθετα, κατά τις Απόκριες, όταν η εκκλησία απείχε από
τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, οι άνθρωποι ένιωθαν να απελευθερώνονται από μια
αόρατη φυλακή και τραγουδούσαν το τραγούδι αυτό απροκάλυπτα, όπως λαχταρούσε η
ψυχή τους. Έτσι, το «Πιπέρι» έμεινε να τραγουδιέται κυρίως την περίοδο της
Αποκριάς, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του λαού απέναντι στις οικονομικές
πρακτικές ορισμένων καλογέρων.
Υπάρχει και
μια άλλη εκδοχή της προέλευσης του τραγουδιού: Κάποιοι κλέφτες, την εποχή της
Οθωμανικής κυριαρχίας, ζήτησαν καταφύγιο σε ένα μοναστήρι. Ο ηγούμενος τούς
δέχτηκε και τους μεταμφίεσε σε μοναχούς. Όταν οι Οθωμανοί έφτασαν και ρώτησαν
για τους κλέφτες, ο ηγούμενος δήλωσε άγνοια. Οι μεταμφιεσμένοι κάθονταν κάτω
και έτριβαν πιπέρι, ενώ κάτω από τα ράσα έκρυβαν τα όπλα και τα χαντζάρια τους,
έτοιμοι για παν ενδεχόμενο. Γι’ αυτό και ο στίχος λέει:
«Άιντε, σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια».
Όποια εκδοχή
κι αν ισχύει, το βέβαιο είναι πως το παραδοσιακό αυτό τραγούδι αντέχει στον χρόνο,
συνεχίζοντας να περνάει από γενιά σε γενιά.