Κάποτε
στην εύφορη πεδιάδα του Βαλτινού, που απλωνόταν μέχρι τους πρόποδες του Κόζιακα, οι άνθρωποι ζούσαν από γενιά σε γενιά με την πεποίθηση πως «ο χρόνος φέρνει
λύσεις». Αν η σκεπή έσταζε, περίμεναν τις βροχές για να πειστούν να την
φτιάξουν. Αν τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα, έλεγαν πως «την άνοιξη θα βρούμε
τον τρόπο». Η αναγκαιότητα ήταν ο κυρίαρχος δάσκαλος τους, μα ήταν δάσκαλος
αυστηρός, που ζητούσε πληρωμή σε κόπο, δάκρυ και απώλεια.
Ανάμεσά
τους ζούσε ένας γέροντας, ο Φρόντιος Αριστόβουλος. Δεν ξεχώριζε για πλούτη ή δύναμη·
ξεχώριζε για τον τρόπο που κοιτούσε τον κόσμο. Έβλεπε τα σημάδια που άλλοι
προσπερνούσαν: το σύννεφο που στέκονταν βαρύ στον ορίζοντα, το φύλλο που
κιτρίνιζε νωρίτερα, το πουλί που άλλαζε φτερούγισμα. Δεν έβλεπε το παρόν μόνο·
έβλεπε το μέλλον σαν σκιά που απλωνόταν και τον καλούσε να προετοιμαστεί.
Κι
όταν οι συγχωριανοί του γελούσαν με τις έγκαιρες προετοιμασίες του, εκείνος
χαμογελούσε ήσυχα. «Η αναγκαιότητα», τους έλεγε, «είναι σαν ποτάμι που
ξεχειλίζει. Αν σταθείς μπροστά του την ώρα που φουσκώνει, θα σε παρασύρει. Αν
όμως φτιάξεις φράγμα πριν, θα το δαμάσεις. Μην περιμένετε το νερό να σας
θυμίσει τη δύναμή του· μάθετε να ακούτε το μουρμουρητό του πριν γίνει
βρυχηθμός.»
Όταν
ο σκληρός χειμώνας ήρθε, ο λόγος του φανερώθηκε αληθινός. Οι σκεπές έσπαγαν, τα
χωράφια πάγωναν, οι αποθήκες άδειαζαν. Οι άνθρωποι έτρεχαν σαστισμένοι να
προλάβουν τον καιρό που τους είχε ήδη προσπεράσει. Έσκαβαν στο χιόνι για μια
μπουκιά, έσπαγαν ξύλα από τις πόρτες τους για να ανάψουν φωτιά. Μα το χιόνι δεν
συγκινείται από ανάγκες, ούτε ο άνεμος λυπάται την αργοπορία.
Μέσα
στη θύελλα, το σπίτι του Φρόντιου Αριστόβουλου στεκόταν σαν ήρεμο φανάρι. Είχε ξύλα, είχε
ψωμί, είχε φωτιά. Μα πάνω απ’ όλα είχε γαλήνη. Οι γείτονες χτυπούσαν την πόρτα
του, και ο γέροντας τους άνοιγε, όχι με έπαρση, αλλά με συμπόνια. Τους μοίραζε
ψωμί και ζεστασιά, κι όταν οι φωνές τους έσβηναν στο σιωπηλό θαύμα της
σωτηρίας, εκείνος έλεγε:
«Δείτε,
φίλοι μου, πόσο διαφορετικά μιλά η ανάγκη και πόσο η πρόνοια. Η ανάγκη φωνάζει,
χτυπάει, σας γονατίζει· η πρόνοια ψιθυρίζει, δείχνει, σας σηκώνει. Ο ένας
δρόμος οδηγεί στον πανικό, ο άλλος στην ηρεμία. Όποιος σπέρνει νωρίς, θερίζει
με σιγουριά· όποιος περιμένει την καταιγίδα για να ψάξει σπόρο, χάνει και τον
σπόρο και τον καιρό.»
Τα
λόγια του ήταν σαν σπόροι που βλάστησαν μέσα στη δοκιμασία. Όταν ο χειμώνας
έλιωσε, οι άνθρωποι θυμήθηκαν πως η ζωή δεν είναι άδικη· είναι απλώς ακριβής.
Όπως το ρολόι δεν σταματά για όποιον αργεί, έτσι κι ο χρόνος δεν συγχωρεί την
αναβλητικότητα.
Έτσι,
το Βαλτινό άλλαξε. Οι κάτοικοι έμαθαν να συνεργάζονται, να σκέφτονται όχι μόνο
το σήμερα αλλά και το αύριο. Έχτισαν αποθήκες για όλους, οργάνωσαν τις εποχές
τους με σύνεση, άκουσαν ξανά τη φωνή της φύσης, που μιλά με σημάδια πριν
μιλήσει με μαστίγια. Και τα παιδιά τους μεγάλωσαν με μια φράση που πέρασε από
στόμα σε στόμα:
«Η
προνοητικότητα πριν την αναγκαιότητα είναι σαν το φως πριν την αυγή. Δεν
τυφλώνει, μα σου δείχνει πού να βαδίσεις. Κι όποιος βαδίζει στο πρώτο φως,
φτάνει στον ήλιο χωρίς να σκοντάψει.»
Κι έτσι, η πεδιάδα του Βαλτινού δεν ξαναγνώρισε πείνα ούτε πανικό. Γιατί η αληθινή δύναμη δεν ήταν στα χωράφια τους ούτε στα κοπάδια τους, αλλά στο μυαλό και στην καρδιά τους, που είχαν μάθει πια πως η σοφία βρίσκεται στο να προλαμβάνεις το κακό πριν αυτό γίνει καταιγίδα.
Από
τότε, έμαθαν πως όποιος προνοεί πριν την ανάγκη, ζει πάντα με γαλήνη· γιατί η
σοφία δεν είναι να νικάς την καταιγίδα, αλλά να την προβλέπεις πριν φτάσει.
Δ.Τ.