Του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ
Μπορούσα να αναγνωρίσω σε όλο αυτό μια πολύ αγαπημένη μου παιδική συνήθεια (που δεν λέει να με αφήσει).
Όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι επιβάτες κοιτούσαν στις οθόνες των κινητών τους. Οι μισοί με τα ακουστικά στα αυτιά. Μπορούσα να τους κοιτάω επίμονα, σχεδόν αδιάκριτα και παρ' όλα αυτά να παραμένω απαρατήρητος.
Είμαστε πλέον πάντα «συνδεδεμένοι» με κάποιον άλλον, με κάτι άλλο, είμαστε πάντα κάπου αλλού. Τα αφηρημένα βλέμματα είναι όλο και πιο σπάνια στις μέρες μας, τα μάτια που έχουν παραδοθεί στο άπειρο είναι πεπερασμένα. Μοιάζει πια να μην αντέχουμε να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας, μοιάζει να έχει χαθεί η επαφή μας με την αμηχανία, με την ανία, με το «κενό».
Κι όμως, εκεί ακριβώς είναι που δοκιμάζονται οι αντοχές μας. Κι εκεί είναι ταυτόχρονα και η χαραμάδα απ’ όπου μπορεί να ανθίσει ο ρεμβασμός, η ποίηση, η δημιουργία. Μέσα από την επαφή μας με τον νεκρό χρόνο είναι που μπορεί να γεννηθεί η ανάγκη για ένα νέο ξεκίνημα.
Ίσως επειδή η επαφή μας με το «κενό» γκρεμίζει τις βεβαιότητες και μάς βοηθάει να ξαναβλέπουμε τον κόσμο σαν αυτό που πράγματι είναι: ένα ρευστό φευγαλέο είδωλο, στο οποίο πρέπει συνεχώς να δίνουμε και να ξαναδίνουμε σχήμα. Σε ένα ατέλειωτο παιχνίδι, σαν κι αυτό που σκάρωνε το δαχτυλάκι του μικρού μαύρου στο τζάμι του υπόγειου τραίνου της Νέας Υόρκης, εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής 13 Οκτωβρίου 2017.
(Γραμμένο στη Νέα Υόρκη, έναν χρόνο πριν.
Νοσταλγία ή προσμονή, άραγε, ενός νέου ταξιδιού;)