Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

Ο Ανάποδος Ποταμός

 

Ο Ανάποδος ποταμός είναι ένας υδάτινος πλούτος, μια μήτρα βλάστησης μεγάλης σημασίας για τη βιόσφαιρα του τόπου μας, καθώς είναι μια εξαιρετική πηγή νερού για τα ζωντανά όντα και φιλοξενεί μεγάλη ποσότητα οικοτόπου με υψηλή βιοποικιλότητα.

Πηγάζει από τους πρόποδες του Κόζιακα, ξεκινάει από το ύψος των χωριών Γενέσι και Ανταλλάξιμα, διασχίζει το Πρίνος και στη συνέχεια διαπερνάει το σύνολο σχεδόν των χωριών στα ριζά του Κόζιακα. Διαρρέει τις παρυφές του  Δενδροχωρίου και του Βαλτινού, στη συμβολή στα Ματσουκέικα ενώνεται με τον Κεφαλοπόταμο, συνεχίζει προς την Κάτω Ελάτη και στη συμβολή της Αμμουδιάς, ενώνεται με τον Λεπενιώτικο ποταμό (ποτάμι της Πιαλίας και της Φήκης). Στη συνέχεια διαπερνά το χωριό Παραπόταμος και στην εκεί συμβολή ενώνεται με τον Πορταϊκό ποταμό. Λίγο πιο κάτω, στην επόμενη συμβολή χύνεται στον Πηνειό. Ξεκινάει δηλαδή το ταξίδι του ρου από τον Κόζιακα και καταλήγει, πότε νωχελικό, πότε ορμητικό και πότε κελαριστό, στη θάλασσα.

Στο ύψος του Βαλτινού ο ποταμός ονομάζεται και «Παλιοπόταμος», ενώ κατά μήκος του υπάρχουν τα τοπωνύμια «Καλάμι», «Λίμνη του Κασιδιάρη», «Καψούρα», «Κλούρια», «Σμίξη», «Μωραΐτικα», «Πλάτανος του Μέτου» και «Γκούβελος». Οι κοίτες του ενώνονται με πέντε γεφύρια: 1) Γέφυρα στη θέση Βρυσοπούλα-Τηγάνας, 2) Γέφυρα στη θέση της επαρχιακής οδού Βαλτινού- Δενδροχωρίου, 3) Γέφυρα στη θέση κοινοτικής οδού Βαλτινού – Ματσουκέικων, 4) Γέφυρα στη θέση Αμμουδιάς και 5) Γέφυρα στη θέση Παραποτάμου.

Με τις δυνατές βροχές πολλές φορές, είχε ως αποτέλεσμα να φουσκώνει και να προκαλεί πλημμύρες σε Βαλτινό, Παραπόταμο και άλλα χωριά.

Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας εμπνεύστηκε και έγραψε, για αυτό το ποτάμι, με γλαφυρότητα και έντονο συναισθηματισμό τις εμπειρίες, τις μνήμες και τα βιώματά του.  Άλλωστε, ένα ποτάμι από μνήμες, αυτό είναι ο άνθρωπος, τίποτε παραπάνω. Κάθε μέρα και μια μνήμη ενσωματώνεται στον ποταμό και ταξιδεύει μαζί με τις υπόλοιπες. Παραθέτουμε παρακάτω πέντε όμορφες περιγραφές του συγχωριανού μας Ποιητή, για τον ποταμό Ανάποδο:

ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ «ΑΝΑΠΟΔΟ»

Σ’ αυτό το μικρό ποταμάκι με το περίεργο όνομα «Ανάποδος» συμπυκνώνονται όλα τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν το μεσημεριανό μου καταφύγιο, όταν ξέφευγα από τη φροντίδα των γονιών και υπέκυπτα στις μαγικές περιπέτειες της παιδικής συντροφιάς. Εδώ μάθαμε κολύμπι, επειδή τότε τα νερά ήταν και πιο πολλά και με αρκετό βάθος και πλάτος κι εδώ μάθαμε ψάρεμα με δίχτυα ή με τα χέρια μέσα στα βούρλα και τη πολυποίκιλη φυκοειδή χλωρίδα του ποταμού. Εδώ είχαμε βάρκα, που, παρ’ όλα τα νερά που έμπαζε, ανεβοκατεβαίναμε μαζί της ασταμάτητα τον ρου και μέσα στο κατάστρωμά της συσσωρεύαμε καβούρια, καραβίδες, χέλια, μπριάνες και κεφαλόπουλα, τα οποία μοιράζαμε με κλήρωση στο τέλος του παιχνιδιού. Τώρα οι βρυσομάνες ελαττώνουν το νερό που μας δίνουν, οι ποταμοί στερεύουν, ο υδροφόρος ορίζοντας πνέει τα λοίσθια και κατεβαίνει στα τάρταρα, αλλά κανείς, πλην ελαχίστων, δεν το καταλαβαίνει. Θα έλθουν μέρες που θα λέμε τους στίχους του Σεφέρη «δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια / δεν έχουμε πηγές / μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι αυτές» και θα τους καταλαβαίνουμε πλήρως. Αλλά τότε θα είναι τόσο τραγικό το γεγονός μιας τέτοιας επίγνωσης.

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ «ΑΝΑΠΟΔΟΣ»

Αυτό το πράο κι αργοκίνητο ποτάμι, που όταν ήμουνα μικρός με τάιζε καραβίδες και λαβράκια, ακούει στο παράξενο όνομα «Ανάποδος». Η μόνη αναποδιά που έκανε αυτές τις μέρες είναι ότι αποφάσισε να μεταφέρει την άνοιξη, επειδή δεν άντεχε άλλο τη βραδυπορία της, ούτε τη γύμνια των παρόχθιων πλατανιών του. Έτσι, χιλιάδες μικρά κατάλευκα νούφαρα, μια πραγματική εμπροσθοφυλακή της άνοιξης, γέμισαν την επιφάνεια των νερών του και διαλαλούν την έλευση της ονειρικής εποχής. Εκστασιασμένος στάθηκα στην όχθη και ρώτησα: «Πού βρήκες, ω ταπεινό ποτάμι, τόση άνοιξη και τη φορτώθηκες;» Κι εκείνο, μ’ εμφανή συστολή, μου απάντησε: «Μα, στα έγκατά μου».

ΗΡΕΜΑ ΦΕΥΓΕΙ

Ο ποταμός κατεβαίνει λαχανιασμένος από το βουνό και, μόλις φθάνει κι απλώνεται στην πεδιάδα, ησυχάζει. Μιλάω γι’ αυτόν τον ήρεμο ποταμό που σήμερα ξεκουράζεται στην αγκαλιά του χιονιού. Σαν τα όνειρα που μουλιάζουν στο πρωινό φως της αυγής κι αργά αργά σβήνουν. Επειδή τα ποτάμια φεύγουν συνεχώς κι ας μας δίνουν την ψευδαίσθηση ότι τα έχουμε διαρκώς μαζί μας. Το παρατήρησε πρώτος ο Ηράκλειτος και το διατύπωσε με τέτοιον ακριβή τρόπο, που δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ούτε μια λέξη παραπάνω. Φύγε, λοιπόν, ακύμαντο νωθρό ποτάμι. Φύγε και πάρε μαζί σου τους παλιούς μας πόνους (έρωτες και μελαγχολίες κάθε λογής) με τον τρόπο που παίρνουμε τη γάζα πάνω από μια παλιά πληγή. Φύγε και δώσε μας μόνο την ανακουφιστική επίγνωση ενός γεγονότος τελειωμένου, ήδη, από καιρό.

ΣΙΩΠΗΛΑ ΠΟΤΑΜΙΑ

«Μια μέρα θα σε πάω στο ποτάμι για ν’ ακούσεις τις καραβίδες που κλαίνε», μου έλεγε ο παππούς μου, αλλά δεν κράτησε τον λόγο του. Οι καθημερινές σκοτούρες, οι αρρώστιες κι αργότερα ο θάνατος τον εμπόδισαν να με οδηγήσει μέσα στο παραμύθι που φανταζόταν. Αργότερα, μεγαλώνοντας, μόνος ή μαζί με γειτονόπουλα, έμπαινα στο ποτάμι αυτό για κολύμπι και ψάρεμα κι εκεί, κάποιες στιγμές, έμενα ακίνητος μήπως κι ακούσω κλάματα καραβίδων. Όμως το ποτάμι για μένα στάθηκε πάντα σιωπηλό. Οι καραβίδες κλαίνε εκεί πέρα μακριά στις μέρες του παππού.

ΠΟΤΑΜΙΑ

Μικρά και δασωμένα ποτάμια ελίσσονται στις εκτάσεις γύρω από τα χωριά μας και σαν μαγνήτες με τραβούν πάντα κοντά τους. Θυμάμαι, τότε, που μέσα στα λιγωμένα μεσημέρια του καλοκαιριού ‒ μικρά παιδιά με πίστη στο θαύμα ‒ τα κάναμε δεύτερο σπίτι μας έστω και μόνον για μια ολιγόωρη κοινοβιακή ζωή. Βαριά νερά, δεν είχαν την άνωση της θάλασσας, αλλά σ’ εμάς δεν χάλαγαν χατίρι και μας μάθαιναν όλους να κολυμπάμε. Μιλούσαμε μαζί τους κι αυτά μας άκουγαν: «Έχει καβούρια σήμερα; Έχει καραβίδες; Έχει χέλια και νερόφιδα; Έχει μπριάνες στις νεροσυρμές και λαβράκια στις γρούσπες»; «Απ’ όλα έχω», έλεγε το ποτάμι. Κι αμέσως εμείς με ομαδική βουτιά χαλούσαμε την ήσυχη ροή πετώντας κύματα το νερό ψηλά. Τώρα τα ποτάμια μας χάνονται σχεδόν όλα μέσα σ’ ένα κακόγουστο θαύμα. Τον χειμώνα και την άνοιξη εμφανίζονται και το καλοκαίρι και το φθινόπωρο εξαφανίζονται.

Πού είστε ασημένια νερά; Πού είσαι πανίδα των ποταμών; Πού είστε φίλοι παλιοί κι αγαπημένοι, σκορπισμένοι τώρα στις διχάλες της ζωής;

Κάποιες ξεχασμένες νεροχελώνες κλαίνε σπαραχτικά πάνω στις ξέρες. Όμως η ανθρώπινη ζωή υπακούει στον νόμο της: Αλλάζει.



επικοινωνιστε μαζι μας