Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

«Το βότσαλο που δακρύζει» του Κωνσταντίνου Ε. Κατσαρού

 

«Το βότσαλο που δακρύζει» είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του συγγραφέα – ποιητή, Κωνσταντίνου Ε. Κατσαρού που εκδίδεται και συγκεντρώνει 34 πεζοποιήματα γραμμένα σε βάθος χρόνου. Είχε προηγηθεί το 2016 η ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «ΣΤΑΛΑΚΤΙΤΕΣ», χωρίς να υπάρχει αρχικά, η διάθεση να τα εκθέσει στο ηδονοβλεπτικό βλέμμα του αναγνωστικού κοινού.

Τώρα πλέον τα ποιήματα προσφέρονται απλόχερα σε όποιον θέλει να τα πλησιάσει, να βυθιστεί σε αυτά, να τα αποκρυπτογραφήσει ή να τα πάρει κατά γράμμα.

Γιατί πέρα από κάθε άλλη ανάλυση, η ποίηση εδώ προσφέρεται στην καθαρή της μορφή, λιτή, σαφής, φωτεινή, βαθιά, χωρίς λεκτικές ακροβασίες ή κινήσεις εντυπωσιασμού.

Πολλά από τα πεζοποιήματά του είναι συμβαντολογικά κείμενα και χαρακτηρίζονται από ένα απρόσμενο, ιδιότυπο ποιητικό πνεύμα, που μέσα από την φαινομενική απλότητά τους, ο ποιητής αποκαλύπτει με δέος τις έννοιες των ιδεών. Επινοεί έναν κόσμο πού επανεκτιμάται διαρκώς όχι μόνο για όσα καταλείπει, αλλά και για όσα λέει, υπονοεί, ψιθυρίζει και απελευθερώνει ως φτερουγίσματα ή νεύματα. Τα ποιήματά του γίνονται υποκείμενα μιας δράσης υπόκωφης, που αντιμάχονται το φαντασιακό με το πραγματικό και στοχεύουν στον πυρήνα των ευαίσθητων χορδών της συνείδησης του αναγνώστη. Άλλωστε εκεί που λιγοστεύει η πραγματικότητα θάλλει η ποίηση.

Φέροντας μία γερή ψυχαναλυτική σκευή, αλλά χωρίς αυτή να εμφανίζεται πουθενά στο προσκήνιο, προσφέρει μία ενδελεχή ματιά πάνω στα πράγματα.

Από το πρώτο κατά σειρά ποίημα της συλλογής, με τίτλο «ποιητικό αίτιο», ο ποιητής αποκαλύπτει και επισημαίνει τις αφετηρίες και τις γενεσιουργές αιτίες του ποιητικού του οίστρου: «υπάρχει μέσα μας ένα απέραντο λιβάδι όπου απλώνουμε και φυτεύουμε τα συναισθήματά μας, τις χαρές μας, τις λύπες μας, τις σκέψεις μας, τα βιώματά μας, τα πιστεύω μας, τις ανησυχίες μας, τα πάθη μας, τους οραματισμούς μας…».

Το λιβάδι ανθίζει και καρπίζει, τα όνειρα ζητούν την πραγμάτωσή τους. «ανάβεις το φως  που θα φωτίσει την άβυσσο του κόσμου… αναμένεις υπομονετικά την καθαρότητα και την επιβεβαίωση της μακρινής αλήθειας των μυστηρίων της ζωής».

Τα άγουρα χρόνια της νιότης μορφοποιούν και γαληνεύουν τα ποτάμια στις εκβολές τους. Οι τριβές της ζωής στρογγυλοποιούν το άμορφο βότσαλο, το παιδεύουν και το δίνουν εύμορφο σχήμα.

Αλλά κι ο ίδιος ο ποιητής σμιλεύει το έργο του, το βότσαλο που δακρύζει, με το επίμονο κύμα της τέχνης του και το βολοδέρνει απ’ εδώ κι από ’κει για να πλάσει τη μορφή του.

Ο Κωνσταντίνος Κατσαρός, ιερουργώντας σε μια μυσταγωγία, θαρρείς πως σκάβει βαθιά σε αθέατες πλευρές ενός κοινού υποσυνείδητου και επιχειρεί, εκτός από την αυτοπραγμάτωσή του, να κοινωνήσει και τις ιδέες του.  Έχεις την αίσθηση ότι ψάχνει να βρει έναν δρόμο, τον δικό του δρόμο. Ένα νόημα για να πορευτεί, ένα κριτήριο ασφαλείας για να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα, να διακρίνει το μέρος και το όλον, το υψηλό και το ευτελές, την ομορφιά και την ασχήμια. Και το επιχειρεί μέσα από την μόρφωση, την επιμέλεια της μορφής του προσώπου και της καλλιέργειας της ψυχής.

Στο ποίημα «κοινός κώδικας» καταξιώνει την γλώσσα χωρίς λέξεις, τη γλώσσα του σώματος, των αισθήσεων και του αισθήματος.

Στα ποιήματα «ανοίξτε τα σπίτια σας» και «δεν χάθηκαν όλα», που έχουν την ίδια εννοιολογική βάση, προτρέπει με επαναλαμβανόμενες παραινέσεις, την ανάγκη αλλαγής και διαμόρφωσης του ανθρώπου, περνώντας μέσα από δοκιμασίες και πόνους, ώστε να καταλήξει στην θέωση. Έστω κι αν αυτό είναι ουτοπία, έστω κι αν αυτό είναι αδύνατο, «Αλλά τι μεγάλο έγινε χωρίς τη μαγεία της ουτοπίας, χωρίς τη συντριβή του αδύνατου;» διερωτάται ρητορικώς ο ποιητής.

Το υψηλό ζητούμενο στην εποχή μας θεωρείται η μετριότητα, η ισότητα, το ίσωμα. Όχι η ανηφόρα, όχι η κατηφόρα. Απ’ την ώρα όμως που βγάζεις από την πορεία σου τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, που αφαιρείς δηλαδή από τις προσδοκίες σου, τη θυσία, τον πόνο, τον κόπο, τον μόχθο, ο δρόμος γίνεται μονόδρομος στον μηδενισμό και στο τίποτα.

Όμως θέλει το δάκρυ της, η ευμορφία του βότσαλου!

 «Το βότσαλο που δακρύζει» είναι ένα παλίμψηστο από επιθυμίες, συγκρούσεις, ματαιώσεις, απουσίες, πένθη και προπάντων φωνές σαν χαρακιά στην πέτρα της μνήμης.

Πρόκειται για ποιήματα που ανοίγουν δρόμους, που δείχνουν τρόπους και που σε κάποιες περιπτώσεις αποτολμάται και το κούνημα του δακτύλου για να συνετίσει και να διδάξει.

Είναι ένα βιβλίο που αναμφισβήτητα θέτει ερωτήματα, δίνει απαντήσεις και μπορεί να διδάξει και να εμπνεύσει νέους δημιουργούς.

Δημήτρης Τσιγάρας


Περί αγνοίας

 

Στη μήτρα μιας μητέρας βρίσκονται δύο μωρά. Το ένα ρωτά το άλλο: «Πιστεύεις στη ζωή μετά τον τοκετό;» κι εκείνο απάντησε, «Γιατί ρωτάς; Φυσικά. Κάτι θα υπάρχει μετά τον τοκετό. Μπορεί να είμαστε εδώ για να προετοιμαστούμε, για αυτό τι θα ακολουθήσει αργότερα».

«Ανοησίες», είπε το πρώτο. «Δεν υπάρχει ζωή μετά τον τοκετό. Τι είδους ζωή θα ήταν αυτή»;

Το δεύτερο είπε, «Δεν ξέρω, αλλά θα υπάρχει περισσότερο φως από ό,τι εδώ. Ίσως να περπατάμε με τα πόδια μας και να τρώμε με το στόμα. Ίσως να έχουμε περισσότερες αισθήσεις που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε τώρα».

Το πρώτο απάντησε: «Αυτό είναι παράλογο! Το περπάτημα είναι αδύνατο. Και να τρώμε με το στόμα; Γελοίο! Ο ομφάλιος λώρος μας δίνει την τροφή και όλα όσα χρειαζόμαστε. Αλλά ο ομφάλιος λώρος είναι πολύ κοντός. Οπότε, η ζωή μετά τον τοκετό, λογικά, αποκλείεται».
Το δεύτερο όμως επέμενε, «Λοιπόν, νομίζω ότι υπάρχει κάτι και ίσως είναι διαφορετικό από ό,τι είναι εδώ. Ίσως να μη μας χρειάζεται αυτό το φυσικό 'καλώδιο' πια».

Και το πρώτο απάντησε, «Ανοησίες. Και επιπλέον, αν υπάρχει ζωή, τότε γιατί ποτέ κανείς δεν έχει γυρίσει πίσω από εκεί; Ο τοκετός είναι το τέλος της ζωής, και μετά από τον τοκετό & δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο σκοτάδι, σιωπή και λήθη. Δεν οδηγεί πουθενά».

«Λοιπόν, δεν ξέρω», λέει το δεύτερο, «αλλά σίγουρα θα συναντήσουμε τη μητέρα και αυτή θα μας φροντίσει».

Τότε το πρώτο μωρό απάντησε, «Μητέρα; Πιστεύεις στη μητέρα; Αυτό είναι γελοίο. Αν η μητέρα υπάρχει, τότε πού είναι τώρα»;

Το δεύτερο είπε: «Είναι παντού γύρω μας. Είμαστε περικυκλωμένοι από αυτήν. Είμαστε μέρος της. Είναι μέσα της που ζούμε. Χωρίς αυτήν, αυτός ο κόσμος δεν θα μπορούσε καν να υπάρχει».

Τότε είπε το πρώτο, «Λοιπόν, εγώ δεν την βλέπω, έτσι είναι λογικό ότι δεν υπάρχει».

Και τότε το δεύτερο μωρό απάντησε, «Μερικές φορές, όταν κάνεις ησυχία και επικεντρωθείς και ακούσεις πραγματικά, μπορείς να αντιληφθείς την παρουσία της, και μπορείς να ακούσεις την αγαπημένη της φωνή, να σε καλεί από πάνω».

 

Του Pablo J. Luis Molinero


επικοινωνιστε μαζι μας