Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

Το κουβεντολόι στο καφενείο του χωριού (με ντοπιολαλιά)

 


Που λέτι φίλοι μου, τις προάλλες μπλατσιάσκα στου καφενείου με ένα παλιό φίλο και τά ’παμε λιγάκι:

-Γειά σου βρε Κώτσιο, τί χαμπάρια;

-Καλά αγαπητέ μου, καλά, δόξα τον Κύριο, απάντησε.

-Πως τα βλέπ’ς τα πράματα;

-Μαύρα κι άραχνα φίλε μου!

-Γιατί βρε αδερφέ, επιμένω εγώ.

-Από που ν’ αρχίσω και που να τελειώσω.

-Να σε διευκολύνω;

-Να σ’ ακούσω, βεβαίως, μου απαντά.

-Ξεκίνα απ’ του σπίτις. Την φαμπλιά την έχς καλά;

-M…μμμμμ!!! Κομψί κομψά, που λέν και στο χουργιόμ, απάντησε.

-Γιατί, έχ’ς κανένα άρρουστου;

-Φτου, φτου, φτού, να μας φλάξι ου Θιός.

-Έ, άμα είστι καλά κι δεν είναι κανένας άρρουστους, τί του συζητάς, πλούσιους είσι.

-Μη δ’λέβ’ς;

-Γιατί να σι δ’λέψου, σουβαρά μιλάου, επιμένω. Καλά είστι, βόλτα τα φέρ’ς, μια χαρίτσα, κιραμίδι να βάλτ’ς του κιφάλις απ’χάτ, έχ’ς, έ, μην είμαστι κι πλιουνέκτες; Να πίνουμι νιρό, να τηράμι κι τουν ουρανό!! Έτσι δεν έλιγαν οι παλιοί;

-Ναι, έτσι έλιγαν, αλλά τότι ήταν αλλιώς τα πράματα.

-Πως αλλιώς δηλαδή;

-Όλοι ήταν του ίδιου απού λιλιά. Τώρα άλλοι ξιχίλτσαν οι τσέπις κι άλλοι ούτι σέντζ.

-Κι ισί δεν έχ’ς θέλτς να πεις, δηλαδή.

-Σ’ είπα, μαύρα χάλια. Αλλά ας όψιτι ικίνους ου κιαρατάς ου Πούτιν.

-Ούϊ; Τί δ’λιά έχι ου Πούτιν μη τη θ’κης τη σακούλα;

-Καλά, ισί ζας ιδώ, ή ζας αλλού;

-Ιδώ ζάου, που αλλού να ζάου.

-Μπά…αααα, αμφιβάλου, αλλού ζας!

-Τί λες, μωρέ πάς καλά;

-Έμ’ άμα ζούσις ιδώ θα μη καταλάβινις τί σι λέου.

-Α…αααα, τώρα κατάλαβα, μιλάς για την ακρίβεια!

-Γι΄ αυτήν την πουτάνα μιλάου, ναι.

-Ξέρ’ς τι έπαθάμι ιμίς οι αγροτοκτηνουτρόφοι;

-Τί έπαθάτι;

-Στου διπλάσιου όλα. Έλα ισί τώρα να τα βγάλτς πέρα. Εσύ καλά τη σβαγκανάς την σύνταξη. Τί ανάγκη έχ’ς; Μήνας μπαίνι, μήνας βγαίνι ντάγκα – ντάγκα τα ιβρουλάκια. Ιμείς οι φουκαράδις οι αγρότες πιδιμάρα!! Μόνου πιδιμάρα κι κακό. Τίπουτας άλλου.

-Δε λέου, δίκιου έχ’ς, αλλά που θα πάει, θα πιράσι κι αυτό. Θα ρθούν καλίτιρις μέρις.

-Ναι, τώρα, μάλιστα, με έπεισες. Βρε ιδώ μιθαύρου τα πάου για λιπίδι κι συ...

-Τί λες;

-Αυτό απ’ ακούς. Λιπίδι.

-Θα πουλήσεις του κουπάδι;

-Κι τί να κάνου. Δεν έχω άλλη λύση.

-Κάτσι καλά Κώτσιου….ουου!!!

-Καλά κάθουμι, αλλά πρέπει να ζήσουμι κι όλας. Βλέπς ο γιός μ’ θέλει να πάει διακουπές.

-Δηλαδή, για να καταλάβου, για  να πάει ου γιός σ’ διακουπές, θα χαλάσι του βιός;

-Τί να κάνου Μύκουνου τη λεν αυτήν!

-Τί Μύκονο και πράσιν’ άλογα λες αυτού;

-Τί δεν καταλαβαίντζ;

-Ου γιος ου θ’κός θα πάει διακουπές στη  Μύκουνου;

-Γιατί στου μπγιάδι κατούρσι ου θ’κός μ’ ου γιος;

-Τί να σι που, άμα κι ου γιος ου θ’κός, θέλι να πάει διακουπές στην Μύκουνου, τότι δε…εεεεν πάμι καλά. Κάτι φταίει.

-Καλά, επειδή ου θ’κός μ’ ου γιος θα πάει διακουπές στη Μύκουνου, δεν πάμι καλά;

-Έλα Θεέ και Κύριε. Βρε ποια Μύκουνου λες; Πας καλά;

-Γιατί τί έχει η Μύκουνους ;

-Μιλάς σοβαρά ή του λες για να γελάσουμε;

-Έ ρα, νέους είνι, θέλι κι΄ αυτός να πάει στη Μύκουνου. Τόσου ποια κακό είνι;

-Βρε εκεί άμα πας έχει δυο άκρις. Ξέρς;

-Τι δυο άκρις έχει, δε σι καταλαβαίνου.

-Τι να σι που τώρα, τί να σι που, να τ’ πείς να πάει αλλού, όχι στη Μύκουνου.

-Αφού ικί θέλι !!

-Άκσις τί σι λέου ιγώ;

-Άκσα, άκσα, αλλά δεν καταλαβαίνου γιατί να μην πάει σαν πιδί που είνι κι΄ αυτό;

-Ιγώ σι προυϊδουπήησα  μακριά απ’ τη Μύκουνου. Τώρα, θες του πιδίς;

-Μα καλά, δε θέλου του πιδίμ;

-Τότι αλλού, όχι στη Μύκουνου.

-Έ, ρα, θα παν κάτι φίλοι τ’, θα πάει κι΄ αυτός.

-Καλα…ααααα!! Ιγώ μια φουρά σι προυϊδουπίισα. Κοίτα μη τσακώσι τουν κώλου μη τα δυο τα χέρια μόνου.

-Άρα μη φουβάσι, άσι του πιδί να πάει όπ’ θέλι . Όλου του χρόνου στα πρόβατα και στα χωράφια, έ, δε δικαιούται κι αυτός να πάει διακουπές;

-Βρε Κώτσιο να πάει, δεν λέω, να πάει, αλλά στη  Μύκουνου;

-Άντι πάλι…ιιιιι!!!


επικοινωνιστε μαζι μας