Που
λέτι φίλοι μου, τις προάλλες μπλατσιάσκα στου καφενείου με ένα παλιό φίλο και
τά ’παμε λιγάκι:
-Γειά
σου βρε Κώτσιο, τί χαμπάρια;
-Καλά
αγαπητέ μου, καλά, δόξα τον Κύριο, απάντησε.
-Πως
τα βλέπ’ς τα πράματα;
-Μαύρα
κι άραχνα φίλε μου!
-Γιατί
βρε αδερφέ, επιμένω εγώ.
-Από
που ν’ αρχίσω και που να τελειώσω.
-Να
σε διευκολύνω;
-Να
σ’ ακούσω, βεβαίως, μου απαντά.
-Ξεκίνα απ’ του σπίτις. Την φαμπλιά την έχ’ς καλά;
-M…μμμμμ!!!
Κομψί κομψά, που λέν και στο χουργιόμ, απάντησε.
-Γιατί,
έχ’ς κανένα άρρουστου;
-Φτου,
φτου, φτού, να μας φλάξι ου Θιός.
-Έ,
άμα είστι καλά κι δεν είναι κανένας άρρουστους, τί του συζητάς, πλούσιους είσι.
-Μη
δ’λέβ’ς;
-Γιατί
να σι δ’λέψου, σουβαρά μιλάου, επιμένω. Καλά είστι, βόλτα τα φέρ’ς, μια χαρίτσα,
κιραμίδι να βάλτ’ς του κιφάλις απ’χάτ, έχ’ς, έ, μην είμαστι κι πλιουνέκτες; Να
πίνουμι νιρό, να τηράμι κι τουν ουρανό!! Έτσι δεν έλιγαν οι παλιοί;
-Ναι,
έτσι έλιγαν, αλλά τότι ήταν αλλιώς τα πράματα.
-Πως
αλλιώς δηλαδή;
-Όλοι
ήταν του ίδιου απού λιλιά. Τώρα άλλοι ξιχίλτσαν οι τσέπις κι άλλοι ούτι σέντζ.
-Κι
ισί δεν έχ’ς θέλτς να πεις, δηλαδή.
-Σ’
είπα, μαύρα χάλια. Αλλά ας όψιτι ικίνους ου κιαρατάς ου Πούτιν.
-Ούϊ;
Τί δ’λιά έχι ου Πούτιν μη τη θ’κης τη σακούλα;
-Καλά,
ισί ζας ιδώ, ή ζας αλλού;
-Ιδώ
ζάου, που αλλού να ζάου.
-Μπά…αααα,
αμφιβάλου, αλλού ζας!
-Τί
λες, μωρέ πάς καλά;
-Έμ’
άμα ζούσις ιδώ θα μη καταλάβινις τί σι λέου.
-Α…αααα,
τώρα κατάλαβα, μιλάς για την ακρίβεια!
-Γι΄
αυτήν την πουτάνα μιλάου, ναι.
-Ξέρ’ς
τι έπαθάμι ιμίς οι αγροτοκτηνουτρόφοι;
-Τί
έπαθάτι;
-Στου
διπλάσιου όλα. Έλα ισί τώρα να τα βγάλτς πέρα. Εσύ καλά τη σβαγκανάς την
σύνταξη. Τί ανάγκη έχ’ς; Μήνας μπαίνι, μήνας βγαίνι ντάγκα – ντάγκα τα
ιβρουλάκια. Ιμείς οι φουκαράδις οι αγρότες πιδιμάρα!! Μόνου πιδιμάρα κι κακό. Τίπουτας
άλλου.
-Δε
λέου, δίκιου έχ’ς, αλλά που θα πάει, θα πιράσι κι αυτό. Θα ρθούν καλίτιρις
μέρις.
-Ναι,
τώρα, μάλιστα, με έπεισες. Βρε ιδώ μιθαύρου τα πάου για λιπίδι κι συ...
-Τί
λες;
-Αυτό
απ’ ακούς. Λιπίδι.
-Θα
πουλήσεις του κουπάδι;
-Κι
τί να κάνου. Δεν έχω άλλη λύση.
-Κάτσι
καλά Κώτσιου….ουου!!!
-Καλά
κάθουμι, αλλά πρέπει να ζήσουμι κι όλας. Βλέπς ο γιός μ’ θέλει να πάει
διακουπές.
-Δηλαδή,
για να καταλάβου, για να πάει ου γιός σ’ διακουπές, θα χαλάσι του βιός;
-Τί
να κάνου Μύκουνου τη λεν αυτήν!
-Τί
Μύκονο και πράσιν’ άλογα λες αυτού;
-Τί
δεν καταλαβαίντζ;
-Ου
γιος ου θ’κός θα πάει διακουπές στη Μύκουνου;
-Γιατί
στου μπγιάδι κατούρσι ου θ’κός μ’ ου γιος;
-Τί
να σι που, άμα κι ου γιος ου θ’κός, θέλι να πάει διακουπές στην Μύκουνου, τότι δε…εεεεν
πάμι καλά. Κάτι φταίει.
-Καλά,
επειδή ου θ’κός μ’ ου γιος θα πάει διακουπές στη Μύκουνου, δεν πάμι καλά;
-Έλα
Θεέ και Κύριε. Βρε ποια Μύκουνου λες; Πας καλά;
-Γιατί
τί έχει η Μύκουνους ;
-Μιλάς
σοβαρά ή του λες για να γελάσουμε;
-Έ
ρα, νέους είνι, θέλι κι΄ αυτός να πάει στη Μύκουνου. Τόσου ποια κακό είνι;
-Βρε
εκεί άμα πας έχει δυο άκρις. Ξέρς;
-Τι
δυο άκρις έχει, δε σι καταλαβαίνου.
-Τι
να σι που τώρα, τί να σι που, να τ’ πείς να πάει αλλού, όχι στη Μύκουνου.
-Αφού
ικί θέλι !!
-Άκσις
τί σι λέου ιγώ;
-Άκσα,
άκσα, αλλά δεν καταλαβαίνου γιατί να μην πάει σαν πιδί που είνι κι΄ αυτό;
-Ιγώ
σι προυϊδουπήησα μακριά απ’ τη Μύκουνου. Τώρα, θες του πιδίς;
-Μα
καλά, δε θέλου του πιδίμ;
-Τότι
αλλού, όχι στη Μύκουνου.
-Έ,
ρα, θα παν κάτι φίλοι τ’, θα πάει κι΄ αυτός.
-Καλα…ααααα!!
Ιγώ μια φουρά σι προυϊδουπίισα. Κοίτα μη τσακώσι τουν κώλου μη τα δυο τα χέρια μόνου.
-Άρα
μη φουβάσι, άσι του πιδί να πάει όπ’ θέλι . Όλου του χρόνου στα πρόβατα και στα
χωράφια, έ, δε δικαιούται κι αυτός να πάει διακουπές;
-Βρε Κώτσιο να πάει, δεν λέω, να πάει, αλλά στη Μύκουνου;
-Άντι
πάλι…ιιιιι!!!