Από το βιβλίο του Βασιλείου Δ. Μπούγα
Στις
15 Δεκεμβρίου γιορτή του Αγίου Ελευθερίου τιμούν την μνήμη του περισσότερο οι
έγκυες «γκαστρωμένες» γυναίκες και όσοι είχαν αγαπημένα τους πρόσωπα στις φυλακές για να έρθει με το καλό η
λευτεριά.
Στις
18 Δεκεμβρίου, γιορτή του Αγίου Μόδεστου, οι κάτοικοι του Βαλτινού νήστευαν για την υγεία
των ζώων, έκαναν λειτουργία και πολλές φορές έβραζαν κόλυβα.
Στις
12 Δεκεμβρίου που γιόρταζε ο Άγιος Σπυρίδωνας, γιορτή των τσαγκάρηδων, τηρούσαν
αργία, απέφευγαν να μαγειρεύουν όσπρια και δεν έτρωγαν σπόρους και ξερά φρούτα,
για να μη βγάζουν σπυριά όλο το χρόνο.
Στις
20 Δεκεμβρίου γιορτή του Αγίου Ιγνατίου πολλοί δεν εργάζονταν και διηγούνται
στο χωριό πως κάποιος, κάποτε πήγε να εργαστεί αυτή τη μέρα και παραχώθηκαν τα
βόδια. Το μέρος αυτό το ονομάζουν «στων χαντακιών τα βόδια». Τον ρώτησαν γιατί
κάνεις χωράφι σήμερα αφού είναι τ’ Αγναντιού, αυτός απάντησε, αγναντεύω και
δουλεύω και αμέσως έγινε το θαύμα. Από τότε λένε το εξής, «Αγνάντια φάε,
αγνάντια πιες, αγνάντια πες και κάτσε», δηλαδή τη μέρα αυτή να κάθεσαι, να τρως,
να πίνεις και να συζητάς.
Ακολουθούν
οι μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων, από τις 25 Δεκεμβρίου μέχρι τις 6
Ιανουαρίου, τα λεγόμενα Δωδεκαήμερα. Για σαράντα μέρες γίνεται νηστεία και
καθαριότητα, που φτάνει στο αποκορύφωμα την παραμονή με λουσίματα, πλυσίματα
και εκλεκτά φαγητά, με αυγοκουλούρες και Χριστόψωμα. Τις μέρες αυτές σφάζουν
και το γουρούνι «γουρουνοχαρά», που για ένα χρόνο το παχαίνουν και οι κάτοικοι
συναγωνίζονται για το ποιος θα βγάλει περισσότερη λίπα.
Το
γουρούνι το αγοράζουν από τις αρχές του φθινοπώρου για να το παχύνουν και τη
λίπα την κάνουν από το παχύ «παστό» κρέας που το λιώνουν μέσα σε καζάνι αλλά
κασιτερωμένο και μετά τη βάζουν σε τενεκέδες μεγάλους για να μαγειρέψουν όλο το
χρόνο αντί για λάδι. Τα ψαχνά κρέατα και τα κόκκαλα του γουρουνιού, αφού το
αλατίσουν καλά τα τοποθετούν σε ειδικές ξύλινες κάδες «τα παστραμιάζουν» και με
αυτά περνούν μέχρι την Κυριακή της Αποκριάς, τη μεγάλη σαρακοστή του Πάσχα. Με
ψιλοκομμένο ψαχνό κρέας κάνουν και τα λουκάνικα και με τα έντερα του
γουρουνιού. Στο ψιλοκομμένο κρέας βάζουν πράσα, αλάτι, πιπέρι και άλλα
μπαχαρικά ώστε τα λουκάνικα να διατηρηθούν περισσότερο καιρό και τα κρεμάνε
κοντά στο τζάκι για να στεγνώσουν καλά αφού δεν υπήρχαν ψυγεία. Παρ’ ότι το σφάξιμο
του γουρουνιού γίνονταν τις μέρες της νηστείας κανένας δεν γίνονταν χαχάμης,
δηλαδή δεν χαλούσε την νηστεία, παρά τις προκλήσεις και τις λιχουδιές, αλλά με
πίστη και ευλάβεια περίμεναν όλη τη νύχτα των Χριστουγέννων, στις 12 η ώρα που
θα κτυπούσε η καμπάνα για να πάνε στην εκκλησία. Μετά τη Θεία Λειτουργία, από
την οποία δεν έλειπε κανείς, γύριζαν όλοι στο σπίτι για να φάνε τα αρτυμένα
φαγητά, κρέατα, αυγά, τυριά και άλλα. Στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι
παραβρίσκονταν και η ξενιτεμένοι, παιδιά, αδέρφια, εγγόνια και με την ευλογία
του παππού και του πατέρα άρχιζε το φαγοπότι. Πριν από το Χριστουγεννιάτικο
γεύμα έκοβαν την αυγοκουλούρα, ένα κομμάτι για τον καθένα, και όταν το γεύμα
τελείωνε κοιμόταν για λίγο, αφού το απόγευμα θα πήγαιναν να ευχηθούν αυτούς που
γιόρταζαν. Στο τραπέζι των Χριστουγέννων δεν θα έβλεπε κανείς γλυκά όπως σήμερα,
παρά μόνο πολλούς μεζέδες και εγχώρια φρούτα όπως μήλα, κυδώνια, κάστανα και
άλλα καθώς και άφθονο ντόπιο κρασί. Πολλές φορές το γουρούνι το σφάζουν μετά τα
Χριστούγεννα, όχι όμως πέρα της Πρωτοχρονιάς. Οι ευχές που έλεγαν όταν έσφαζαν
το γουρούνι ήταν «με γεια το χοιροφάι», «να το φάτε με υγεία», «και του χρόνου μεγαλύτερο».
Αμέσως
μετά το σφάξιμο η νοικοκυρά λιβάνιζε το χώρο γύρω από τη σφαγή και το σφαγμένο
γουρούνι, για να απομακρυνθούν τα δαιμόνια και έφερνε το παγούρι με το κρασί να
πιουν αυτοί που έσφαξαν το ζώο και να πουν τις παρακάτω ευχές. Συγγενικές γυναίκες,
ανύπαντρα κορίτσια καθώς και άλλοι συγγενείς και φίλοι πήγαιναν να βοηθήσουν τη
νοικοκυρά όταν έσφαζε το γουρούνι. Όταν έλιωνε το λίπος μέσα στο καζάνι για να
βάλουν τη λίπα, έμεναν τα ψαχνά κομμάτια, οι λεγόμενες τσιγαρίδες, γιατί με
χοντροκομμένα πράσα και με διάφορα μυρωδικά τις τσιγάριζαν στο καζάνι. Μετά από
τέσσερες με πέντε μέρες έβραζαν το κεφάλι, για να το καθαρίσουν από τις τρίχες
και έκαναν τον πατσά ή τρεμούλα ως εξής, έβγαζαν το κρέας από το κεφάλι σε
μικρά κομματάκια, πρόσθεταν και άλλα μικρά κομμάτια από ψαχνό, βρασμένο κρέας,
μπόλικο στουμπισμένο σκόρδο και ξύδι και τα τοποθετούσαν σε πήλινα δοχεία όπου
έπηζε ο πατσάς. Όταν ο πατσάς έπηζε το λίπος κάθονταν επάνω και έτσι έτρωγαν
τον πατσά χωρίς τα λιπαρά. Κρατούσαν τη χολή και τα κόκκαλα από το κάτω σαγόνι
για φαρμακευτικούς και πρακτικούς λόγους, γιατί μέσα σ’ αυτά τα κόκαλα υπήρχε
λίπος που το χρησιμοποιούσα να αλείφουν τα παπούτσια, ώστε να μαλακώνουν και τα
διάφορα σημεία του σώματος όταν πονούσαν ή πρήζονταν. Από το δέρμα επίσης έκαναν
παπούτσια, τα γουρνουτσάρουχα στα οποία πολλές φορές, έβαζαν και μία φούντα. Για
τη σφαγή και το γδάρσιμο του γουρουνιού είχαν ειδικά μαχαίρια, τα γουρουνομάχαιρα
ή γδαρσομάχαιρα που τα δανείζονταν ο ένας από τον άλλον στο χωριό.
Την
παραμονή των Χριστουγέννων τα παιδιά άναβαν στο μεσοχώρι μεγάλες φωτιές γύρω
από τις οποίες χόρευαν, έπαιζαν, τραγουδούσαν και πηδούσαν πάνω από τις φλόγες,
ενώ οι νοικοκυρές άναβαν κι αυτές δυνατές φωτιές στα τζάκια με κούτσουρα
βαλανιδιάς ή γκορτσιάς, ώστε όλη τη νύχτα να είναι ζεστό το σπίτι για να πυρώσει
«ζεστάνει» η Παναγία των Χριστούλη, να γίνονται κάρβουνα που τα ανακάτωναν οι
πιο γέροι του σπιτιού για να γεννηθούν πολλά αρνιά και κατσίκια που θα
διασκορπίζονταν στο μαντρί και στη στάνη. Τη δυνατή φωτιά την ονόμαζαν πάντρεμα
της φωτιάς. Με τη δυνατή φωτιά και τα θυμιατίσματα «λιβάνι», δεν τολμούσαν το
βράδυ αυτό να μπουν στο σπίτι τα δαιμονικά «καλικάντζαροι ή καρκαντζάλια ή
παγανά» και έτσι το σπίτι θα έμενε καθαρό.
Από
το τραπέζι των Χριστουγέννων δεν έλειπε και ο μεζές από το παχύ έντερο, το
συκώτι και την καρδιά του γουρουνιού που τα διατηρούσαν σε μια σούβλα κοντά στο
τζάκι και ο μεζές από άγρια πουλιά όπως, αγριόπαπιες, κοτσύφια, φαλαρίδες,
μπεκάτσες, γκαλιαμάνες και άλλα, που τα μικρά παιδιά τα έπιαναν με το αβρόχι,
που το έκαναν με τις τρίχες από την ουρά του αλόγου.
Τη
νύχτα των Χριστουγέννων, πριν να φέξει, οι νοικοκυρές έτρεχαν στη βρύση του χωριού,
ποια και ποια θα πάει πρώτη να πάρει «να κλέψει», όπως έλεγαν, το νερό και να αλείψει
τη βρύση με βούτυρο ή τυρί για να είναι αυτά τα αγαθά άφθονα στο σπίτι «όπως
τρέχει το νερό στη βρύση έτσι να τρέχει και το βιος μ’», έλεγαν.