Θα
έρθει η εποχή, όχι μακρινή, που όλα τα ίχνη κατοίκησης στο χωριό, εκείνα που
δεν είναι ούτε ιδιαιτέρως σημαντικά, ούτε ιδιαιτέρως ωραία, θα χαθούν. Και μαζί
θα έχουν φύγει η αίσθηση του κοινού γούστου, του απόλυτου μέσου όρου, όπως τον
εξέφραζαν οι κάτοικοι, αλλά και όλα τα ψήγματα της ιστορίας τους.
Στάθηκα μια μέρα έξω από το διώροφο κτήριο της οικογένειας Σιμή, που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία του τόπου μας, μιας και το χωριό Βαλτινό αποτέλεσε κάποτε, ένα από τα τέσσερα χωριά της περιοχής, τσιφλίκι, που ανήκαν στην οικογένεια Σιμή, και που εκμεταλλεύονταν την περιοχή επί χρόνια. Μέσα στο τσιφλίκι αυτό, μεταξύ άλλων, ήταν το δάσος του Λόγκου και το δάσος της Παναγίας.
Καθώς περιεργαζόμουν την άλλοτε κατοικία (κονάκι) του τσιφλικά Σιμή, συνειδητοποίησα πως αυτό το απλό λίθινο σπίτι, με τις δύο εξώθυρες και τα τέσσερα παράθυρα στην πρόσοψη, είναι ένα απλούστατο οικοδόμημα και για αυτό σημαντικό μέσα στην κοινοτυπία του.
Για αυτό το σπίτι,
σκέφτηκα, που διέθετε ωστόσο μια ορισμένη αρμονία, δεν θα γραφτούν τραγούδια,
ούτε διαβάτες θα κοντοσταθούν να το χαζέψουν. Μόνο του κάποια στιγμή θα κυλήσει
στη λήθη, στον κοινό τάφο των άσημων και των εφήμερων. Ελάχιστοι με ευαισθησία,
όσοι εξ αυτών έχουν αυτή την κλήση, θα το τυλίγουν στις αναμνήσεις τους με
τρυφερότητα.
Κι
όμως είναι από τα παλιότερα κτίσματα του χωριού καθώς χρονολογείται λίγο πριν
από την εποχή της προσάρτησης της Θεσσαλίας στην ελεύθερη Ελλάδα.
Ωστόσο, η θέα αυτού του σπιτιού προκαλεί σήμερα σκέψεις και συγκίνηση. Όχι τόσο για την αισθητική του αρτιότητα όσο για την έντιμη παρουσία του και την ιστορία του.
Σ' αυτό το κτήριο, μέσα στον οντά του, απεβίωσε ο κτήτοράς του,
σύμφωνα με άρθρο της εφημερίδας «ΦΑΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ» της 7 Σεπτεμβρίου 1884, που
αφορά την είδηση του θανάτου του τσιφλικά Στέφανου Σιμή: «Την 26-27 Αυγούστου 1884 απεβίωσεν εν τω κτήματί του Βαλτζινού, εις των
εν Τρικκάλοις πρώτων Οικοκυραίων, ο Στέφανος Σιουμής, ανήκων εις την
επιφανεστάτην οικογένειαν του ποτέ άρχοντος Κυρίου Κωνσταντίνου Σιουμή,
ως ονομάζοντο τότε, όσοι ελάμβανον τον τίτλον του άρχοντος εκ της οθωμανικής
εξουσίας…»
Σ’ αυτό το ρημαγμένο σήμερα κτήριο, που συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία του χωριού μας, αντιπάλεψαν οι χαρές με τις λύπες, οι ελπίδες με τα όνειρα, οι προσδοκίες με τις απογοητεύσεις, οι επιτυχίες με τις ματαιώσεις… Και καθώς αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα εκλείψει, κρατώ τη σκιά του ως μία ενεργητική υπενθύμιση και ως μια εναπομείνασα αρχοντιά, για την δεμένη και θαυμαστή ιστορικότητά του με τον τόπο μας.
Δ.Τ.