Του
Ευαγγέλου Στάθη (φιλολόγου)
Μέχρι
τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 περίπου όλες οι γυναίκες του χωριού, ηλικιωμένες
νιόπαντρες, ακόμα και κορίτσια της παντρειάς και τα νεαρά κορίτσια, κάλυπταν το
κεφάλι τους με διάφορα καλύμματα – μαντήλια.
Λόγοι
μόδας πάλι, αλλά και καιρικές συνθήκες (χειμώνας –καλοκαίρι) και συνθήκες
εργασίας υπαγόρευαν το γυναικείο κάλυμμα. Αλλά και λόγοι ηθικής, σεβασμού και
τιμιότητας το επέβαλαν. Η ξεσκούφωτη γυναίκα θεωρούνταν κάπως ελεύθερη και
λιγότερο ηθική, πάντως όχι σοβαρή. Από κει βγήκαν και οι λέξεις «ξετσίπωτος, ξετσίπωτη».
Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις «τσίπα δεν έχει στο κεφάλι» ή «είναι ντιπ
ξετσίπωτη».
Το γυναικείο κάλυμμα λέγεται μαντήλι,
μαντήλα, ή καλαμάτα, τσιμπέρι, τσίπα, τσιπομάντηλο. Το καθένα από αυτά
χρησιμοποιείται ανάλογα με την ηλικία, με τις ώρες που φοριέται, καθώς και με
τον τρόπο που δένεται στο κεφάλι. Ανάλογα με αυτά είναι και τα χρώματα του
μαντηλιού ή της τσίπας. Έτσι, για παράδειγμα, μαύρες τσίπες φορούσαν οι
ηλικιωμένες γυναίκες και οι γριές, ενώ τα νεαρά κορίτσια, τα κορίτσια της παντρειάς
ως και οι παντρεμένες ακόμα, φορούσαν άσπρες τσίπες (σπανιότερα ροζ ανοιχτό)
και πολύχρωμες καλαμάτες. Καλαμάτες
λέγονταν οι μαντήλες που ήταν πολύχρωμες με διάφορες παραστάσεις, κυρίως
μεγάλες κλάρες με λουλούδια. Τις έλεγαν έτσι, γιατί κατασκευάζονταν (ακόμα και
σήμερα κατασκευάζονται), στην Καλαμάτα, όπως χαρακτηριστικά λέει το τραγούδι: «σαν
πας στην Καλαμάτα και ρθεις με το καλό, πάρε με ένα μαντήλι Καλαματιανό, να
δέσω στο λαιμό». Τα υφάσματα των μαντηλιών αυτών ήταν μεταξωτά, βαμβακερά,
ανάλογα με την ηλικία των γυναικών και με τις ώρες που τα φορούσαν.
Το
δέσιμο των μαντηλιών αυτών ήταν ανάλογο με το είδος τους και με τη χρονική και
κοινωνική ηλικία των γυναικών που το φορούσαν. Αλλιώς δηλαδή έδεναν την τσίπα
αλλιώς τα τσεμπέρια και τις καλαμάτες.