Λέω γιὰ τὸ νερό:
Νὰ εἶναι ἀπὸ μέταλλο ἤ ὄχι;
Ὄχι; Τότε ποῦ βρίσκει δύναμη καὶ μὲ σηκώνει
Καὶ μὲ τσακίζει στὶς ἀκτές;
Ὄχι; Τότε ποῦ βρίσκει δύναμη καὶ μὲ σηκώνει
Καὶ μὲ τσακίζει στὶς ἀκτές;
Νὰ εἶναι μήπως ἀπὸ σάρκα; Σίγουρα εἶναι
Ἀλλιῶς, γιατὶ φωνάζει «ἄχ» καὶ «μή», κάθε ποὺ μπήγω
Τὸ μαχαίρι μου
Ἀλλιῶς, γιατὶ φωνάζει «ἄχ» καὶ «μή», κάθε ποὺ μπήγω
Τὸ μαχαίρι μου
Νὰ εἶναι πάλι ἀπὸ αἷμα; Δύσκολα λέω ὄχι
Γιατί, ποῦ βρίσκει αὐτὸ τὸ ἄλικο καὶ βάφει
Τὰ ἀκροδάχτυλά του.
Γιατί, ποῦ βρίσκει αὐτὸ τὸ ἄλικο καὶ βάφει
Τὰ ἀκροδάχτυλά του.
Ἀλλὰ καὶ πάλι νὰ πεῖς δὲν εἶναι ἀπὸ κρασί;
Τόσα μεθύσια ἔκανε τοῦ ἥλιου
Στὰ φαρμακερὰ τοῦ Αὐγούστου μεσημέρια
Τόσα μεθύσια ἔκανε τοῦ ἥλιου
Στὰ φαρμακερὰ τοῦ Αὐγούστου μεσημέρια
Μοῦ φαίνεται ἔτσι ἁπλὰ πρέπει νὰ τὸ σκεφτῶ:
Ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ καθαρὸ νερό
Ἡ πιὸ μεγάλη θαλπωρή
Ἡ τελευταία ἐλπίδα τῶν πραγμάτων
Τὸ χῶμα, ὁ ἀφρός, ὁ ἄνεμος καὶ τὰ κεριὰ τῆς σπαραγγιᾶς
Καὶ τὰ νεροκολόκυθα
Ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ καθαρὸ νερό
Ἡ πιὸ μεγάλη θαλπωρή
Ἡ τελευταία ἐλπίδα τῶν πραγμάτων
Τὸ χῶμα, ὁ ἀφρός, ὁ ἄνεμος καὶ τὰ κεριὰ τῆς σπαραγγιᾶς
Καὶ τὰ νεροκολόκυθα
Ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ καθαρὸ νερό
Καὶ ἡ βροχὴ τῶν μπιζελιῶν καὶ ἡ ἀναπνοὴ τοῦ σίδερου
Καὶ ἡ μαύρη στέρνα τοῦ ἁλατιοῦ μὲ τὶς βαθιὲς χαράδρες
Καὶ ἡ βροχὴ τῶν μπιζελιῶν καὶ ἡ ἀναπνοὴ τοῦ σίδερου
Καὶ ἡ μαύρη στέρνα τοῦ ἁλατιοῦ μὲ τὶς βαθιὲς χαράδρες
Καὶ αὐτὴ ἡ πικρὴ σταλαγματιὰ ποὺ στάζει μὲς στὰ μάτια μας
Καὶ ἡ νύχτα, καὶ ἡ μέρα, καὶ οἱ ἐποχὲς
Καὶ τὰ μοιρογνωμόνια τοῦ χρόνου
Καὶ ἡ νύχτα, καὶ ἡ μέρα, καὶ οἱ ἐποχὲς
Καὶ τὰ μοιρογνωμόνια τοῦ χρόνου
Του Ηλία Κεφάλα
[Από τη συλλογή "Μεταλλαγή στο Απροσδόκητο",
Αιγόκερως 1982, Θεωρία 1984