Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Τα σαλιγκάρια (Παλιές ιστορίες του χωριού)

 

Ήταν Σάββατο, αρχές Οκτωβρίου του 1969. Την προηγούμενη είχε βρέξει και είχε βγει ένας υπέροχος ήλιος. Κατά το απογευματάκι παίζαμε με τον αδερφό μου και τον ξάδερφό μου, στην αυλή του σπιτιού, φτιάχνοντας συρμάτινα καροτσάκια.

Ρίχνω την ιδέα να πάμε στα χωράφια για να μαζέψουμε σαλιγκάρια. Η μητέρα μου τα μαγείρευε υπέροχα στιφάδο.

-Σήμερα θα έχουν βγει στους αγρούς, θα μαζέψουμε αρκετά και θα τους κάνουμε έκπληξη στο σπίτι, είπα.

Δεν ήθελαν και πολύ οι άλλοι για να τους πείσω... Πήραμε κρυφά ένα καλάθι και ξεκινήσαμε για τα χωράφια κοντά στην Παναγία, χωρίς να πούμε σε κανέναν τίποτα. Το χώμα ήταν μαλακό και στις αυλακιές υπήρχαν χοντρά και άφθονα σαλιγκάρια. Απορροφηθήκαμε στο μάζεμα χωρίς να καταλάβουμε ότι ο ουρανός γέμισε από σύννεφα και άρχισε να σκοτεινιάζει και να φυσά. Κάποια στιγμή σήκωσα το κεφάλι μου και βλέποντας τα άγρια σύννεφα, ανησύχησα.

-Πάμε να φύγουμε θα βρέξει, τους λέω.

-Να μείνουμε λίγο ακόμη, απάντησε ο αδερφός μου, έχει πολλά σαλιγκάρια εδώ.

Εν τω μεταξύ, στον ουρανό σχηματίστηκε ένα τεράστιο σύννεφο που ερχόταν κατά πάνω μας γρήγορα, αλλάζοντας συνεχώς σχήματα. Την μια έμοιαζε με άγριο πουλί και την άλλη με δράκο. Την ίδια στιγμή άρχισαν τα μπουμπουνητά, οι αστραπές και οι κεραυνοί. Ανατρίχιασα, φοβήθηκα και φώναξα:

-Τρέξτε γρήγορα να προλάβουμε την μπόρα, κι αρχίσαμε να τρέχουμε προς το χωριό. Δεν τρέξαμε ούτε εκατό μέτρα, όταν άρχισε δυνατή η βροχή κι εμείς πατούσαμε πλέον στις λάσπες.

Είχαμε φτάσει στον Κάναλο και στη στροφή λίγο πριν από το σπίτι του Καραμπάση, υπήρχε μία τεράστια λακκούβα γεμάτη νερά κι όπως τρέχαμε, κρατώντας εγώ το καλάθι με τα σαλιγκάρια, πάτησα σε μια μεγάλη πέτρα και έπεσα μέσα στη λακκούβα. Μ’ έφυγε απ’ τα χέρια το καλάθι και βέβαια τα σαλιγκάρια σκόρπισαν μέσα στην μπάρα. Σηκώθηκα λασπωμένος, κλαίγοντας από τα νεύρα μου, άρπαξα το άδειο καλάθι και συνέχισα να τρέχω μαζί με τους άλλους.

Είχαμε γίνει «παπάκια». Σε λίγο φτάσαμε λασπωμένοι και λαχανιασμένοι στο σπίτι της γιαγιάς. Αφού πήραμε μια ανάσα κάτω από το υπόστεγο, είπαμε να ξεκινήσουμε για το σπίτι μας, γιατί ξέραμε ότι θα ανησυχεί η μητέρα. Ο πατέρας έλειπε ήταν στη δουλειά του.

Πριν τελειώσουμε τη σκέψη, ο ξάδελφος είπε ένα «άντε γεια» και ξεχύθηκε στη βροχή φεύγοντας για το σπίτι του, ενώ την ίδια στιγμή, η γιαγιά, που είχε μισάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού και μας είδε, φώναξε:

-Πού είστε βρε γαϊδούρια, με τέτοια βροχή. Πω! πω! εσείς είστε μουσκίδι από πάνω μέχρι κάτω! Ελάτε εδώ, σταθείτε εκεί στο χώρο γιατί στάζετε απ’ τα νερά. Θα πεταχτώ στον οντά να βρω καμιά αλλαξιά να σας δώσω.

-Φτηνά τη γλιτώσαμε, λέω στον αδερφό μου και βέβαια αρχίσαμε να κρυώνουμε.

Η γιαγιά έφερε κάτι ρούχα, αλλάξαμε και μας σκέπασε με μια κουβέρτα. Και κουνώντας το δάχτυλο μας είπε:

-Μη νομίζετε πως γλιτώσατε... Που πηγαίνατε βρε αναθεματισμένα με τέτοια βροχή;

Της εξηγήσαμε πως πήγαμε στην Παναγία να μαζέψουμε σαλιγκάρια και άρχισε να μας τσιμπάει. Η γιαγιά δεν έδερνε, μόνο τσιμπούσε, αλλά το τσίμπημά της ήταν μεταξύ τιμωρίας και χαϊδέματος και δεν πονούσε καθόλου.

- Δεν θα έρθει ο πατέρας κι η μάνα σας, θα τους τα πω όλα και θα σας κανονίσουν, είπε.

Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η δική μας αγωνία γιατί ξέραμε ότι ο πατέρας θα μας έδερνε.

Άρχισε να σουρουπώνει, η βροχή είχε σταματήσει, όταν έφτασε η μάνα μας με την αγωνία στο πρόσωπό της. Η γιαγιά της εξήγησε τι συνέβη, κι αρπάξαμε κι απ’ τη μάνα μας από δυο χαστούκια στον κώλο. Μετά πήραμε το δρόμο για το σπίτι μας. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ζαρωθήκαμε στο κρεβάτι μας. Ήμασταν οχτάχρονα παιδιά και ξέραμε καλά τι κάναμε. Η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη για μας, αλλά ήμασταν λίγο άτυχοι.

Το βράδυ όταν ήρθε ο πατέρας, «τσιτ η γάτα», ούτε ανάσα δεν ακούγονταν. Η μάνα όμως δεν είπε τίποτα στον πατέρα, μας κάλυψε.

-Θα ανάψουμε την ξυλόσομπα είπε ο πατέρας για να φύγει η υγρασία. Άντε σηκωθείτε να φάμε έχουμε τραχανά να ψήσουμε και κρεμμύδια στη σόμπα.

Θυμήθηκα για λίγο τα σαλιγκάρια και την αποτυχημένη μας απόπειρα, αλλά δεν είπα τίποτα, τσιμουδιά. Καθίσαμε γύρω από το τραπέζι και φάγαμε. Ο τραχανάς και το ζυμωμένο καρβέλι της μάνας με τις ελιές ήταν ότι καλύτερο για την πείνα μας. Ο πατέρας αποκαμωμένος είχε ξαπλώσει κι η μητέρα έπλεκε πουλόβερ του πατέρα, μουρμουρίζοντας γιατί δεν πετύχαινε τη λαιμόκοψη. Ο αδερφός μου σκουντούσε τα ξύλα της σόμπας και χάιδευε τη γάτα και εγώ είχα κουρνιάσει στα πόδια της μάνας.

-Μαμά θα μας πεις το παραμύθι με την νεράιδα που βγαίνει μετά τη βροχή και τραγουδάει στα σαλιγκάρια;

Η μάνα παράτησε το πλέξιμο, με έσφιξε στην αγκαλιά της φώναξε και τον αδερφό μου, κι άρχισε να μας λέει το ίδιο παραμύθι που είχαμε ακούσει πολλές φορές.

Με πήρε γρήγορα ο ύπνος και μάλλον δεν άκουσα καθόλου το παραμύθι, άκουσα μόνο κάποια στιγμή προς το τέλος τη μάνα να λέει το τραγουδάκι:

«Ω, για δες τα σαλιγκάρια!

κούτσα - κούτσα σεργιανίζουν

και με τ’ ασημένια χνάρια

κορδελίτσες ζωγραφίζουν.

Με τα σπίτια τους στη ράχη

ψάχνουν γύρω την τροφή τους

κι ύστερα κλείνουν τις πόρτες

τυλιγμένα στη σιωπή τους».

-Άντε τώρα στα κρεβάτια σας για ύπνο, πέρασε η ώρα, είπε η μάνα, άλλη μέρα θα σας πω περισσότερα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας