Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Έθιμα της Πρωτοχρονιάς στο Βαλτινό. Του Ευαγγέλου Σ. Στάθη

 

Την παραμονή, αργά τη νύχτα ως τα μεσάνυχτα, γυναίκες, κυρίως νεαρές, πήγαιναν στ’ αρτεσιανό, το άλειφαν με λίπα και έλεγαν: «όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέχει και το βιο». Με αυτόν τον τρόπο εξιλέωναν ή εξόρκιζαν κάποια πνεύματα που είχαν σχέση με το νερό.

Τα χαράματα της Πρωτοχρονιάς τα ταράζουν οι δυνατές φωνές των παιδιών που ανακατεύονται με τα γαυγίσματα των σκυλιών και τα κουδούνια. Πολλά κουδούνια: πίπες και κυπριά και κουδουνάκια και τσιουκάνια.

«Άγιους Βασίλης έρχιτι Γινάρης ξημερώνει».

Θέλεις δεν θέλεις ξυπνάς, δεν γκρινιάζεις όμως, ίσα-ίσα που σ’ αρέσει κιόλας. Ορισμένα παιδιά έρχονται πολύ νύχτα, σχεδόν στις 2,  στις 3. Έβαλαν συνεργιά με άλλες παρέες ποιος θα σηκωνόταν πρώτος. Ύστερα, μπορεί και να μπέρδεψαν την ώρα. Δεν ξύπνησαν με το ρολόι, αλλά με άλλα σημάδια: κόκορα, φεγγάρι, αστέρια. Μετά από λίγο πάλι. Η πόρτα ανοιγόκλεινε συνεχώς απ’ τα παιδάκια που πηγαινοέρχονταν, συνεχίζοντας το τραγούδι από το προηγούμενο σπίτι. Κι αυτό γίνεται μέχρι το πρωί μέχρι να περάσουν όλα τα παιδιά απ’ όλους τους μαχαλάδες. Το πρωί βέβαια είναι και η ώρα των μικρότερων.

Η βασιλόπιτα, η πίτα που καθιερώθηκε να κόβεται σε όλα τα πρωτοχρονιάτικα τραπέζια, είχε ξεχωριστή σημασία για το λαό. Γι αυτό η πίτα αυτή γίνεται με πολύ φροντίδα και τελετουργία. Πρόκειται για μια πίτα που γίνεται με πέτουρα (φύλλα), με κρέας χοιρινό από ένα συγκεκριμένο μέρος του σφαχτού που λέγεται αετός και με τραχανά γλυκό. Το αλεύρι για την πίτα κοσκινιζόταν με την καλή τη σίτα, να γίνουν καλά τα πέτουρα. Κοσκινιζόταν με πολύ διάθεση, προσοχή, με μεράκι και με ιεροτελεστία γενικώς. Μέσα στην πίτα βάζανε τα εξής: κομμάτια από κλήμα, 2- 3 σπυριά καλαμπόκι ή σιτάρι, ένα κομμάτι άχυρο, λίγο μαλλί πρόβειο και φυσικά το νόμισμα: φράγκο, δίφραγκο ή το πολύ τάληρο. Η πίτα ψήνονταν στη γάστρα μέχρι να ροδοκοκκινίσει.

«Απολώντα η εκκλησιά» και λίγο ακόμα, πάντως πριν το καθημερινό «γιόμα», κάθονταν όλοι σταυροπόδι γύρω από την τάβλα, πάνω στην οποία έβαζαν ολόκληρο το ταψί με την πίτα. Ο αρχηγός της οικογένειας -ο πατέρας συνήθως- την έφερνε κάνα δυο στροφές και τη σταύρωνε από πάνω της στον αέρα, χωρίς δηλαδή να την κόψει. Στον καθένα, όπως κάθονταν, αντιστοιχούσε και ένα μέρος της πίτας, ένα «κομμάτι», όπως συνηθίζεται. Κι αρχίζουν και τρώνε όλοι. Όλοι είναι «τυχεροί»: ο πιο τυχερός, βέβαια απ’ όλους ήταν όποιος έβρισκε το φλουρί. Αυτός σ’ όλη του τη ζωή θα «έπιανε» λεφτά στα χέρια. Όποιος έβρισκε το κλήμα θα γινόταν αμπελουργός, όποιος το μαλλί, κτηνοτρόφος, όποιος το άχυρο ή τα σπυριά καλαμπόκι ή σιτάρι, θα γινόταν γεωργός.

Ένα άλλο έθιμο της πρωτοχρονιάς ήταν το «αμίλητο» νερό, στο οποίο οι παλιοί έδιναν μαγικές και θαυμαστές ιδιότητες. Πρωί πρωί ένα μέλος της οικογένειας έφερνε μέσα στο σπίτι νερό, το οποίο το κουβαλούσε από το αρτεσιανό, χωρίς να βγάλει μιλιά απ’ το στόμα. Το ράντιζε στο σπίτι και έλεγε: «όπως τρέχει το νερό, να τρέχουν κι όλα τα καλά στο σπίτι».

Εκτός από τη βασιλόπιτα έφτιαχναν και τη βασιλόκλουρα. Ήταν ένα ψωμί ζυμωμένο σε μπουγάτσα. Ήταν ανάγλυφη από διάφορα σχέδια και σχήματα, με τα οποία στόλιζαν και κεντούσαν την επιφάνεια της. Με τα στολίδια αυτά και τα κεντίδια σχημάτιζαν διάφορες παραστάσεις που η καθεμιά συμβόλιζε κάτι: γεωργό με το ζευγάρι και το αλεύρι, τζιομπάνο με πρόβατα και αρνάκια, θημωνιά, νοικοκυρά με κότες, κλωνάρι κληματαριάς με σταφύλια, σταυρό, λαμπρό αστέρι και τέτοια. Όλα αυτά τα σχήματα γίνονταν από ζυμάρι. Με μικρότερα και μεγαλύτερα «ζκρουβάλια» (βώλοι), με λουρίδες και γαϊτάνια ζυμαριού έφτιαχναν αυτά που ήθελαν. Ύστερα στις ελεύθερες επιφάνειες της κλούρας κεντούσαν διάφορα σχέδια με το ψαλίδι, με το πιρούνι και το μαχαίρι. Χρειάζεται πολύ υπομονή, πείρα και δεξιοτεχνία να γίνει μια όμορφη βασιλόκλουρα. «Άλλη βασιλόκλουρα έφκιαναν οι χρυσοχέρες κι άλλη οι ξεροχέρες».

Τον καιρό που η κτηνοτροφία βρισκόταν σε ακμή κι όταν τα ποικίλα έθιμα των ημερών αυτών δεν είχαν ατονήσει, η πρωτοχρονιά για το μαντρί και το σταύλο είχε ένα ξεχωριστό χαρακτήρα. Έτσι τη βασιλόκλουρα, «ξημερώνοντα Βασιλιού» την έκοβε ο νοικοκύρης πάνω στα κέρατα ή στη ράχη του βοδιού ή του αλόγου ή του προβάτου. Την έκοβε σε 4 κομμάτια, όπως τη χάραζε με το μαχαίρι στο σχήμα του σταυρού. Ύστερα έδινε από ένα κομμάτι σε κάθε ζώο. Πίστευαν ότι τη νύχτα αυτή θα περάσει ο Άη - Βασίλης να τα ρωτήσει αν τα φροντίζει το αφεντικό τους. Πετούσαν τη στάχτη από τον μπουχαρή στον κήπο. Με την πράξη αυτή πίστευαν ότι θα εξασφάλιζαν την καθαριότητα, τη χαρά και την ευτυχία για όλο το σπίτι ολόκληρο το χρόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας