Η
πρόκληση ήταν μεγάλη. Όταν ανέβηκα στην κορυφή του Αι Λια θαμπώθηκα απ' τα
χρώματα του Οκτώβρη. Απλώθηκε μπροστά μου ένα τεράστιο πολυκεντημένο, με
ανείπωτα χρώματα τραπεζομάντηλο και με καλούσε στη πανδαισία της φύσης.
Άδειασαν με μιας όλα τα σκουπίδια του μυαλού μου, ο ιδρώτας της ανηφόρας
εξατμίσθηκε από το άρωμα του μικρού αέρα, άνοιξε μια ομπρέλα σκιάς, απ' το
μοναδικό άσπρο σύννεφο ενός ανάλαφρου γαλάζιου ουρανού. Κάτω χαμηλά τα πράσινα
νερά του Αχελώου αιώνια άστραφταν και βούιζαν τους αρχέγονους μύθους. Δεν θέλει
πολύ ο άνθρωπος να αφεθεί στην πλάνη της ομορφιάς, να χάσει τη λογική του
χρόνου και να χαθεί στα μονοπάτια της περιπέτειας. Ψηλά πάνω σκούρα πράσινα
έλατα ακούμπαγαν την άκρη τ’ ουρανού.
Πήρα το πρώτο μονοπάτι και προχωρούσα ανάμεσα σε φουντουκιές, καρυδιές, κρανιές, κέδρους, πλατάνια δίπλα σε μικρά ρέματα, ανάμεσα σε παρατημένα κτήματα και γκρεμισμένα πέτρινα σπίτια. Εδώ παλιά βούιζε ο τόπος από ζωή. Κοπάδια από πρόβατα, άνθρωποι και σκυλιά, σφυρίγματα απ' την μια πλαγιά στην άλλη. Τώρα ούτε ψυχή ανθρώπου, ούτε ζώου.
Ξεκουράστηκα στον εναπομείναντα κορμό μιας κερασιάς, που ήξερα από παιδί. Αν γύριζα πίσω δεν θα είχα πρόβλημα. Παραπάνω άρχιζε το ατέλειωτο δάσος με τα έλατα. Σαν μαγεμένος συνέχισα να περπατάω τον δρόμο για την κορυφή. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ το βουνό. Η λογική μου έλεγε πως πρέπει να επιστρέψω. Δεν είχα τίποτα μαζί μου. Ποιά ακατανίκητη δύναμη μ’ έσπρωχνε στο δάσος στη δύση του ήλιου; Όταν υπερβαίνεις τα όρια, αρχίζει το ρίσκο. Μετά πληρώνεις το τίμημα.
Αντί να αποχωρώ, εισχωρούσα κι’ άλλο. Όπως ο χαμένος στη ρουλέτα. Όπως η Ελλάδα στην Ευρώπη. Ούτε ρούχα, ένα μαύρο μακό φορούσα, ούτε τροφή, ούτε νερό, ούτε φακό. Ούτε μονοπάτι πια. Στο σκοτάδι.
Μύριζε έλατο. Είχα ναρκωθεί απ’ τη μυρωδιά. Από τότε που είπα δεν φοβάμαι τίποτα κινδύνεψα πολλές φορές. Ζει ο άνθρωπος όμως δίχως το φόβο;
Και περπατούσα μόνος μου μέσα στη νύχτα. Άκουγα τα βήματά μου πάνω στις ξερές φτέρες, σε σπασμένα κλαδιά. Άκουγα τον ανάλαφρο μακρόσυρτο κυματισμό του αέρα ανάμεσα στα έλατα. Ούτε φεγγάρι, ούτε αστέρια. Πηχτό σκοτάδι που έγινε πίσσα όταν κλώτσησα ένα μαύρο πράμα, σαν σκυλί που κοιμόταν. Ακούστηκε ένα πουφ και δεν έβλεπα την μύτη μου. Χάθηκα μέσα στη νύχτα. Δεν φοβήθηκα. Ούτε όταν οι κορμοί απ’ τα έλατα μου φάνηκαν μαυροφορούσες γυναίκες. Μεσάνυχτα και κάτι νόμιζα. Έψαχνα ένα ξέφωτο. Το φεγγάρι, λίγο φως. Και περπατούσα. Απόκαμα όταν πέρασε ένας αντάρτης πάνω στο άλογο, κρατώντας το όπλο του που έβγαζε φλόγες και φώτιζε το σκοτάδι. Έγιναν πολλές μάχες σε τούτα τα βουνά. Οι Γερμανοί, ο εμφύλιος. Μ’ άρπαξε πάνω στ’ άλογο και με πέταξε σα σακί στο πρώτο ξέφωτο. Τα φαντάσματα που έγιναν ήρωες μιλάνε με τη σιωπή πια. Λέξη δεν είπε.
Με πήρε ο ύπνος, δεν ξέρω τι απέγινα.
Όταν ξύπνησα ο ήλιος είχε θρονιαστεί στον ουρανό. Δίπλα μου ένας ελέφαντας με κοιτούσε έκπληκτος. Κι εγώ εκείνον. Ελέφαντας εδώ πάνω;
Του είπα καλημέρα. Ανταπέδωσε.
Ζούμε σ’ έναν κόσμο που όλα συμβαίνουν, σκέφτηκα.
Πήρα το πρώτο μονοπάτι και προχωρούσα ανάμεσα σε φουντουκιές, καρυδιές, κρανιές, κέδρους, πλατάνια δίπλα σε μικρά ρέματα, ανάμεσα σε παρατημένα κτήματα και γκρεμισμένα πέτρινα σπίτια. Εδώ παλιά βούιζε ο τόπος από ζωή. Κοπάδια από πρόβατα, άνθρωποι και σκυλιά, σφυρίγματα απ' την μια πλαγιά στην άλλη. Τώρα ούτε ψυχή ανθρώπου, ούτε ζώου.
Ξεκουράστηκα στον εναπομείναντα κορμό μιας κερασιάς, που ήξερα από παιδί. Αν γύριζα πίσω δεν θα είχα πρόβλημα. Παραπάνω άρχιζε το ατέλειωτο δάσος με τα έλατα. Σαν μαγεμένος συνέχισα να περπατάω τον δρόμο για την κορυφή. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ το βουνό. Η λογική μου έλεγε πως πρέπει να επιστρέψω. Δεν είχα τίποτα μαζί μου. Ποιά ακατανίκητη δύναμη μ’ έσπρωχνε στο δάσος στη δύση του ήλιου; Όταν υπερβαίνεις τα όρια, αρχίζει το ρίσκο. Μετά πληρώνεις το τίμημα.
Αντί να αποχωρώ, εισχωρούσα κι’ άλλο. Όπως ο χαμένος στη ρουλέτα. Όπως η Ελλάδα στην Ευρώπη. Ούτε ρούχα, ένα μαύρο μακό φορούσα, ούτε τροφή, ούτε νερό, ούτε φακό. Ούτε μονοπάτι πια. Στο σκοτάδι.
Μύριζε έλατο. Είχα ναρκωθεί απ’ τη μυρωδιά. Από τότε που είπα δεν φοβάμαι τίποτα κινδύνεψα πολλές φορές. Ζει ο άνθρωπος όμως δίχως το φόβο;
Και περπατούσα μόνος μου μέσα στη νύχτα. Άκουγα τα βήματά μου πάνω στις ξερές φτέρες, σε σπασμένα κλαδιά. Άκουγα τον ανάλαφρο μακρόσυρτο κυματισμό του αέρα ανάμεσα στα έλατα. Ούτε φεγγάρι, ούτε αστέρια. Πηχτό σκοτάδι που έγινε πίσσα όταν κλώτσησα ένα μαύρο πράμα, σαν σκυλί που κοιμόταν. Ακούστηκε ένα πουφ και δεν έβλεπα την μύτη μου. Χάθηκα μέσα στη νύχτα. Δεν φοβήθηκα. Ούτε όταν οι κορμοί απ’ τα έλατα μου φάνηκαν μαυροφορούσες γυναίκες. Μεσάνυχτα και κάτι νόμιζα. Έψαχνα ένα ξέφωτο. Το φεγγάρι, λίγο φως. Και περπατούσα. Απόκαμα όταν πέρασε ένας αντάρτης πάνω στο άλογο, κρατώντας το όπλο του που έβγαζε φλόγες και φώτιζε το σκοτάδι. Έγιναν πολλές μάχες σε τούτα τα βουνά. Οι Γερμανοί, ο εμφύλιος. Μ’ άρπαξε πάνω στ’ άλογο και με πέταξε σα σακί στο πρώτο ξέφωτο. Τα φαντάσματα που έγιναν ήρωες μιλάνε με τη σιωπή πια. Λέξη δεν είπε.
Με πήρε ο ύπνος, δεν ξέρω τι απέγινα.
Όταν ξύπνησα ο ήλιος είχε θρονιαστεί στον ουρανό. Δίπλα μου ένας ελέφαντας με κοιτούσε έκπληκτος. Κι εγώ εκείνον. Ελέφαντας εδώ πάνω;
Του είπα καλημέρα. Ανταπέδωσε.
Ζούμε σ’ έναν κόσμο που όλα συμβαίνουν, σκέφτηκα.
του
Κωστή ταξιδεύων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου