Με
την κορύφωση του Θείου Δράματος ο επιτάφιος στολίστηκε και σύμφωνα με το έθιμο
της ημέρας, το έθιμο του προσκυνήματος του επιταφίου, οι πιστοί από το πρωί της
Μεγάλης Παρασκευής επισκέπτονται τον ναό του Αγίου Αθανασίου Βαλτινού και
περνούν κάτω από τον επιτάφιο.
Το βράδυ ο ναός αντηχεί με ψαλμούς του επιταφίου
θρήνου, με το «Η ζωή εν τάφω», το «Άξιον Εστί» και οι «Αι
γενεαί πάσαι».
Γνωστότερη
στάση των εγκωμίων, η πρώτη όπου ψάλλεται σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης το: «Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και
αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην. Η ζωή, πώς
θνήσκεις; πώς και τάφω οικείς; του θανάτου το βασίλειον λύεις δε, και του Άδου
τους νεκρούς εξανιστάς».
Ακολουθεί
η μεγαλοπρεπής περιφορά του επιταφίου στο χωριό, με αναμμένες λαμπάδες, για να τελεστεί η Ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών»
και ο Εσπερινός της Αποκαθήλωσης.
Επίσης
τη Μεγάλη Παρασκευή, τηρείται η απόλυτη νηστεία τιμώντας την ημέρα του
υπέρτατου πένθους.
Τη
Μεγάλη Παρασκευή λέγονται και τα Κάλαντα. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ομάδες
παιδιών γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν το μοιρολόι «Σήμερα μαύρος
ουρανός», γνωστό και ως «Μοιρολόι της Παναγίας».
Τα
Κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής, έχουν θρηνητικό χαρακτήρα και αναφέρονται στη
Σταύρωση του Χριστού.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
Σήμερα
έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεισκαταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
- Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ' ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ' αργηροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τ'ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Αη-Γιάννη.
- Αφέντ', Αγιάννη, Πρόδρομε, και βαπτιστά του γιου μου
Μήν' είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
- Δεν έχω στόμα να Σου πω, γλώσσα να Σου μιλήσω
δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τον(ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν' ο Γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόν(ε) ρωτάει:
- Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
- Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε, μάνα μ', στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά να την(ε) λάβουν κι άλλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ' ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν' ο Θεος, σημαίν' η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Αγιο Τάφο.
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεισκαταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
- Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ' ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ' αργηροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τ'ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Αη-Γιάννη.
- Αφέντ', Αγιάννη, Πρόδρομε, και βαπτιστά του γιου μου
Μήν' είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
- Δεν έχω στόμα να Σου πω, γλώσσα να Σου μιλήσω
δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τον(ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν' ο Γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόν(ε) ρωτάει:
- Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
- Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε, μάνα μ', στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά να την(ε) λάβουν κι άλλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ' ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν' ο Θεος, σημαίν' η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Αγιο Τάφο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου