Ο ήλιος έψηνε την πέτρα, και χρύσωνε τις καλαμιές στα χωράφια. Η ζέστη συμμαχούσε με την απόλυτη σιγή του μεσημεριού.
Η φύση, μετά τη σύλληψη της άνοιξης, είχε περάσει στον τοκετό και σκορπούσε απλόχερα τα γεννήματά της.
Η κάψα του μεσημεριού γαλήνευε τη μέρα και θέριευε το φόβο. Το ανεπαίσθητο θρόισμα των φύλλων έμοιαζε με αστραπόβροντο στην απόλυτη σιωπή της ζέστης.
Αυτές οι μεσημεριανές ώρες στο Βαλτινό ήταν μυστήριες, γεμάτες με πρόκληση και δέος.
Λίγοι αγρότες έξω στα χωράφια κάτω από τον ίσκιο της γκορτσιάς περίμεναν να πέσει λίγο ο ήλιος, για να συνεχίσουν την εργασία τους.
Οι τσοπάνηδες στάλιαζαν τα ζώα τους στα γρέκια και έπαιρναν ένα υπνάκο στη σκιά του δένδρου μέχρι να κοπάσει το λιοπύρι.
Που και πού κανένας τζίτζιγκας έσπαζε με το τραγούδι του την απόλυτη σιωπή του μεσημεριού.
Και εμείς τα παιδόπουλα, χωρίς τις σκοτούρες του σχολείου, με μια φέτα ψωμί, με ζάχαρη και νερό, στο χέρι, χαζεύαμε και παίζαμε με τον κουρνιαχτό ξυπόλυτοι στους δρόμους.
Στη φλέβα, εκεί κοντά στα μαντριά τα Πραταίικα, πότε ψαρεύαμε με τα χέρια πλατίτσες και μυλονάκια και πότε ψάχναμε για καβούρια, βάζοντας τα χέρια μας μέσα στις γρούσπες. Που και που βλέπαμε κανένα μπακακόφιδο, ή καμιά νεροφίδα και την κυνηγούσαμε με διάφορα κλαριά.
Κι όταν «μας έκοβε η πείνα το στομάχι» γευόμασταν τα βατόμουρα, τα κορόμυλα, τα σκάμνια, τα σύκα… Καμιά φορά κάναμε «ντου» και στα μποστάνια ή στα αμπέλια και βρίσκαμε το μπελά μας από τους ιδιοκτήτες.
Έτσι βλέποντάς τα να πετάνε στον γαλάζιο ουρανό, ταυτιζόμασταν, ονειρευόμασταν και περιμέναμε ανυπόμονα το δικό μας πέταγμα!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου