Από
μικρή η Ειρήνη αναζητούσε και έψαχνε απάντηση για όλα. Όμορφη και ξύπνια, μα
ένιωθε πως αυτά δεν αρκούν. Ήθελε να μάθει τα πάντα, από το λευκό χρώμα στα
σύννεφα, μέχρι το γιατί η θάλασσα είναι μπλε. Ζούσε σε μια πολιτεία χαμένη,
κάπου σε έναν κόσμο μακρινό όπου οι περισσότεροι ζούσαν συμβατικά.
Μια
νύχτα ένας όμορφος νέος – σαν άγγελος φωτεινός – της είπε ότι υπάρχει θησαυρός
της γνώσης, κρυμμένος όμως πίσω από ένα μονοπάτι δύσβατο, γεμάτο κινδύνους.
Αποφάσισε να πάει. Καθώς το διέσχιζε, άρχισε να τρέχει ακούγοντας βρυχηθμούς
περίεργους. Συνάντησε ένα ακόμα μικρό παιδί που της μίλησε για την αθωότητα.
«Είναι στολίδι αυτό που έχουμε, πρόσεξε να μην το χάσεις».
Πιο
κάτω, εκεί που κοντοστάθηκε να ανασάνει μες στη νύχτα, εμφανίστηκε μπροστά της
μια γυναίκα ασπροφορεμένη που της θύμισε τη νεράιδα, την καλότυχη που έλεγε η
γιαγιά της. «Όπου κι αν πας μικρή, να έχεις υπομονή», θα τη χρειαστείς για να’
σαι ευτυχισμένη».
Περπάταγε
ανάμεσα από θάμνους, δέντρα που θέριευαν και φάνταζαν γίγαντες θεόρατοι μπροστά
στο παιδικό κορμάκι της. Πίσω από μια φυλλωσιά καθόταν μια φιγούρα σαν τη
μητέρα της, μα πιο αέρινη, αόρατη σχεδόν. «Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε. «Ψάχνω
του κόσμου τις γνώσεις και την αλήθεια» . «Τίποτα δε θα ΄βρεις, κοριτσάκι,
δίχως την αγάπη» απάντησε η γυναίκα και έλαμψε προς το απέναντι βουνό σα μια
μικρή, έντονη στο βλέμμα αστραπή.
Αποκαμωμένη
από το δρόμο η Ειρήνη, είδε πάνω στο λόφο μετά το πυκνοφυτεμένο δάσος μια καλύβα
ερημική. Μέσα έκαιγε φωτιά, όλα περιποιημένα και συμμαζεμένα, σα να πήραν με
τον καιρό τη θέση τους, ήρεμα πια και αληθινά, δίχως τη βιασύνη του χρόνου να
τα βαραίνει. Ένας γεράκος τρυφερός, μειλίχιος την κοίταξε από το παράθυρο,
άνοιξε την πόρτα της καλύβας, να κάτσει λίγο στη φωτιά. «Θα πάγωσες, μικρή
μου», «Ναι, κουρασμένη και κρυώνω». «Έτσι είναι παιδί μου της γνώσης το
μονοπάτι, απρόσιτο και για λίγους, γενναίους σαν εσένα, μα είναι θησαυρός.
Έμαθες τώρα ότι αυτό που αναζητάς, είναι μέσα σου, στο δίνει το όμορφο ταξίδι
της ζωής. Πήγαινε να το πεις και στα υπόλοιπα παιδιά, να ανάψεις τη σπίθα και
του δικού τους ονείρου».
Στιγμή
δεν έχασε η Ειρήνη και άρχισε να τρέχει, ξεχνώντας την κούραση, που ένιωθε όμως
τώρα πως την έκανε πλούσια, γεμάτη σοφία κι εμπειρίες. Γύρισε στην πολιτεία της
και μοιράστηκε με όλα τα παιδιά αυτά που είδε. Το βράδυ έπεσε στο κρεβάτι της
γαλήνια, χωρίς να ψάχνει πια. Μόνο εκείνον τον όμορφο νέο θα ήθελα να δει ξανά,
της άλλαξε τα πάντα.
Κώστας Στάθης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου