Στὴν
Μαρία Κουγιουμτζῆ
Δὲν
εἴχαμε πηγάδι γιὰ νερὸ
Καὶ στὰ λαγκάδια τρέχαμε νὰ ποτιστοῦμε
Στὶς κρεμαστὲς πηγὲς
Καὶ στὰ λαγκάδια τρέχαμε νὰ ποτιστοῦμε
Στὶς κρεμαστὲς πηγὲς
Γιατὶ
στὴ μαραμένη αὐλή μας
Ἀλόγιστη ἡ γιαγιά μου σφράγισε τὸ φιλιατρὸ
Μὲ τὸ φεγγάρι μέσα του καπακωμένο
Ἀλόγιστη ἡ γιαγιά μου σφράγισε τὸ φιλιατρὸ
Μὲ τὸ φεγγάρι μέσα του καπακωμένο
Τὰ
μαγεμένα χρόνια ποὺ ἤμουνα παιδὶ
Ἄκουγα στὰ κατάβαθα τὸ κλάμα
Τὰ μαῦρα χέλια ποὺ χτυποῦσαν τὰ φτερὰ
Καὶ μὲς στὴ νύχτα τὴ νεράιδα ποὺ θρηνοῦσε
Ἄκουγα στὰ κατάβαθα τὸ κλάμα
Τὰ μαῦρα χέλια ποὺ χτυποῦσαν τὰ φτερὰ
Καὶ μὲς στὴ νύχτα τὴ νεράιδα ποὺ θρηνοῦσε
Τὰ
δέντρα εἶχαν κελαηδιστὴ φωνὴ
Τὰ ὄρη πάταγο
Καὶ τὰ τραγούδια μίλαγαν γιὰ χάρτινο φεγγάρι
Τὰ ὄρη πάταγο
Καὶ τὰ τραγούδια μίλαγαν γιὰ χάρτινο φεγγάρι
Ἐγὼ
τὸ ἤξερα τὸ μυστικὸ καὶ τὸ ἔκρυβα
Καὶ πάντα ἀπ᾽ τὰ πηγάδια ἀναμεροῦσα
Μέχρι ποὺ πέθανε ἡ γιαγιὰ
Καὶ ὁ παππούς μου
Τὸ παιδεμένο ἀστέρι ἐλευθέρωσε
Κι ἔβαλε στὸ τηγάνι του τὰ χέλια
Καὶ πάντα ἀπ᾽ τὰ πηγάδια ἀναμεροῦσα
Μέχρι ποὺ πέθανε ἡ γιαγιὰ
Καὶ ὁ παππούς μου
Τὸ παιδεμένο ἀστέρι ἐλευθέρωσε
Κι ἔβαλε στὸ τηγάνι του τὰ χέλια
Του
Ηλία Κεφάλα (ανέκδοτο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου