Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Γ και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
γαλατσιάρς επίθ. η γαλατσιάρς η γαλατσιάρα του γαλατσιάρκου·
αυτός που έχει πολύ ανοιχτό σώμα στο πρόσωπο και στο σώμα γενικώς, ο ασπρουλ
άρης: γαλατσιάρς άνθρουπους, ντιπ ήσκιου ψλα τς
– κάτι γαλατσιάρκα βζια κι γαλατσιάρκα πουδάργια που έχει αυτήν! (για ξανθιά και αφράτη γυναίκα)
γαλατχιάζου ρ. μεταβ. ασπρίζω, ασβεστώνω: ζγώνει
(ζυγώνει) του Πάσχα να γαλατχιάσουμι
λίγου τα τοίχια στου σπίτι. Παθητ. γαλατχιάζουμι αόρ. γαλατχιάσκα στη φράση γαλατχιάσκαν
τ’αρνιά (ήπιαν πολύ γάλα και βαρυστομάχιασαν)
γαλί ουδ. ουσ. πληθ. τα γαλιά· κατοικίδιο πτηνό με
νόστιμο κρέας, η γνωστή γαλοπούλα. Σε πολλά μέρη το λένε και τίκι (τα τίκια),
από το τιτίβισμα τικ! τικ! τικ! που κάνουν
γαλίκι του ουδ. ουσ.
μεγάλο κοφίνι πλεγμένο με λουρίδες από καλάμι ή με βέργες λιγαριάς ή ιτιάς·
ήταν απαραίτητο σκεύος για το μαντρί, τον αχυρώνα, την κουζίνα, την αποθήκη και
για άλλες εργασίες, όπως π.χ. για μέτρο χωρητικότητας: ένα γαλίκι άχυρου, ένα
γαλίκι καόνια (είδος πεπονιών), ένα γαλίκι σταφύλια
γαλότσα η θηλ. ουσ. αδιάβροχη μπότα κοντή ή ψηλή,
φτιαγμένη κυρίως από καουτσούκ· φθηνό και μάλλον ευτελές υπόδημα
γάρους η αρσ. ουσ. το αλμυρό τυρόγαλο, η άλμη όπου
διατηρείται το τυρί
γάστρα η θηλ. ουσ. 1) το γνωστό μαγειρικό σκεύος που
χρησιμοποιούνταν στα χωριά για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών 2) μεταφ. για την
πολλή τη ζέστη του καλοκαιριού: πω!πω! ζέστα! γάστρα η ήλιους όξου
γατσεύου ρ. αόρ. γάτσιψα· γατσεύουμι γατσεύκα· για γάτες βατεύω: η γάτους εμ βατσεύει
εμ σκούζει κιόλα – ιψέ γατσεύουνταν η γάτα απάν στα κιραμίδγια
γαυγάει ρ. μεταβ. και αμετάβ. παρατ. γαυγούσα αόρ.
γαύσα 1) γαυγίζω (για σκυλιά): γαυγάει
του σκλι, γαυγούσι κι χτε· γαύσι γαύσι, σταμάτσι ύστρα(ς) 2) στη φράση ε,
γιε μ’, τι μι γαυγάς έτσι; τι σ’ έκανα; (γιατί με μαλώνεις;) 3) ήρθα να μι
γαυγήεις (γαυγήσεις) λίγου του κριθαράκι που έχου στου μάτι μ’ (από το στιχάκι γαυ!
γαυ! κριθαράκι που λέγεται σε ξόρκι για
μικρό απόστημα που βγαίνει κοντά στη βλεφαρίδα)
γιλαδαρεά η θηλ. ο τόπος συγκέντρωσης των γελαδιών,
ώσπου να ξεκινήσουν για τη βοσκή, αλλά και η αγέλη γελαδιών
γιόμα του ουδ. ουσ. το γεύμα 1) στις φράσεις τι καλό
γιόμα είχατι σήμερα; (τι μεσημεριανό φαγητό) – αυτά δε φτάνουν καλά καλά ούτι
για ένα γιόμα (ποσότητα τροφής για ένα οικογενειακό φαγητό) 2) χρονικό διάστημα
της ημέρας κοντά στο μεσημέρι: πάει η ήλιους
γιόμα (10-12 η ώρα περ.) – θα ρθου μιτά
του γιόμα
γιούργια επίρρ. ορμητικά, επιθετικά, με έφοδο: θέλησα
να κάνω γιούργια στη μπουδγιά σου τη γκινούργια (δημοτ. τραγ. και καραγκούνικος
χορός που χορεύεται συγκαθιστά και «ξαπολτά», χωρίς πιασμένα τα χέρια)
γκαζγκάνι του ουδ. ουσ. λέγεται μειωτικά και ειρωνικά
για άνθρωπο κάπως αγροίκο και αγενή (βλ. και λ. γκαφάλι)
γκαζόλαμπα η θηλ. ουσ. μηχανισμός λάμπας που φωτίζει με
φυτίλι και πετρέλαιο
γκαζουκάντηλου του ουδ. ουσ. καντήλι τσίγκινο που φωτίζει με
φυτίλι και πετρέλαιο: τότι η κόσμους διάβαζαν, έραβαν, κιντούσαν μι γκαζόλαμπις
κι γκαζουκάντηλα, μην κοιτάς σήμιρα
γκαλντέμου η θηλ. ουσ. γυναίκα ψηλή και εύσωμη· λέγεται
μάλλον με μειωτική και ειρωνική διάθεση: είνι νια γκαλντέμου,… κατέβα να φάμι
γκανιάζου ρ. αμετάβ. αόρ. γκάνЅαξα· βαλλαντώνω, υποφέρω
πολύ: γκάνιαξι στου κλάμα του κούτσικου
γκαρδαβίτσα η θηλ. ουσ. μικρό και σκληρό στρογγυλόσχημο
όγκωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια των χεριών κυρίως: μη μιτράς τ’ αστέργια
τη νύχτα, θα βγαλτς γκαρδαβίτσις στα χέργια σ’ (λαϊκή δοξασία)
γκαρδακλέτσι του ουδ. ουσ. 1) ο καρπός της πικραγγουριάς·
έχει το μέγεθος ενός μέτριου έως μεγάλου ακτινιδιού· έχει θεραπευτικές
ιδιότητες (σύμφωνα με τους πρακτικούς) σε πόνους ή σε παθήσεις της μύτης 2)
μεταφ. για κάτι μικρό: έγιναν καλά τα πιπόνια σ’ φέτου; μπα! καντίπουτι, σαν
γκαρδακλέτσια γίνκαν
γκαρίζου ρ. αμετάβ. παρατ. γκάρζα αόρ. γκάρξα 1)
λέγεται για τη χαρακτηριστική κραυγή του γαϊδάρου: κάηκι απού νιρό του καημένου
του γουμάρι κι γκάρζι ούλη τη μέρα 2)
βγάζω αγριοφωνάρες, συζητώ πολύ δυνατά: σεάξαμι (σε ακούσαμε) μη γκαρίειζ έτσι σα γουμάρι
γκιζέρι του ουδ. ουσ. περίπατος, βόλτα: ούλου γκιζέργια
είσι, τι ανάγκη έχς;
γκιζιράω ρ. μεταβ. και αμετάβ. παρατ. γκιζιρούσα αόρ.
γκιζέρσα 1) περιφέρω κάποιον, περιφέρομαι
εδώ κι εκεί (κυρίως στις γειτονιές) για αναψυχή: σύρι (σύρε) γκιζέρα ν’
Αριστείδη μ’ στου ντουνιά… (δημοτ. τραγ.) 2) με κάπως μειωτική σημασία: γκιζέρσι
καλά καλά κι ύστρα παντρεύκι κιόλα – τι του γκιζιρνάς έτσι του κούτσικου; (ατημέλητο)
γκιντέρι του ουδ. ουσ. βάσανο, μπελάς: αχ, ν’όσα
γκιντέργια στου ντουνιά κι βάσανα στου γκόσμου, ούλα σι μένα πέσανι (δημοτ.
τραγ.) – αμ, δε θα του βάλου κι γκιντέρι κιόλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου