Μεσημεράκι...
ζέστη ...
Δεν πάω καμιά βόλτα στην Παναγία να αράξω μπας και ξεχάσω τα χρέη μου, που έλεγε και ο πρόεδρος.
Δεν πάω καμιά βόλτα στην Παναγία να αράξω μπας και ξεχάσω τα χρέη μου, που έλεγε και ο πρόεδρος.
Φτάνω
στο δασάκι μας, κάθομαι κάτω από ένα μεγάλο δέντρο (μέλιγο) και έγειρα στον κορμό του...
μπορεί και να ψιλοκοιμήθηκα...
«Ε!
ψίτ ψίτ», ακούω μια φωνή. Κοιτάζω γύρω, τίποτα.
«Ει εσένα», μου λέει η φωνή, «εδώ πάνω, εδώ». Η φωνή ερχόταν από το δένδρο.
«Ει εσένα», μου λέει η φωνή, «εδώ πάνω, εδώ». Η φωνή ερχόταν από το δένδρο.
«Έλα
ρε», αναρωτήθηκα, «μιλάνε τα δένδρα;»
«Θέλεις
κουβέντα;» μου λέει.
«Μα
μιλάνε τα δέντρα;» του λέω γεμάτος απορία.
«Κάνε
λίγο πιο πέρα, γιατί μου πατάς τα πόδια», μου λέει.
«Τι, έχεις και πόδια;»
«Στραβομάρα»,
μου απαντά, «δεν βλέπεις που στρογγυλοκάθισες πάνω στις ρίζες μου»;
«Και
τι θα πάθουν οι ρίζες σου, ε συγνώμη, τα πόδια σου», του λέω.
«Ποιο έγκλημα, τι μου λες τώρα;»
«Βρε
εσύ και οι όμοιοί σου οι συγχωριανοί δεν έρχεστε, μέρα-νύχτα και
χρούτσου-χρούτσου με τα πριόνια και τα βενζινοπροίονα και μας σακατεύετε, μας
χαράζετε το κορμί και τα πόδια και έτσι δεν μπορούμε να πιούμε νερό και
πεθαίνουμε σιγά σιγά; Και άλλες φορές μας κόβετε τα χέρια μας (τα κλωνάρια).»
«Μα
σας κλαδεύουμε για να γίνετε πιο ψηλά και πιο όμορφα!», του λέω.
«Σώπα
ρε, ψευτοθανάση», μου λέει.
«Τι
ξέρεις και το όνομά μου;», του λέω.
«Όλα
τα ξέρω», μου λέει, «Tην αδελφή σου
δεν την λένε όπως την γιαγιά σου;»
«Ναι
μα...»
«Τι
μα και ξε μα βρε, αυτή δεν άναβε τα καντηλάκια της Παναγίας για να βλέπουμε το
βράδυ; Ή μήπως εσύ και η αδελφή σου και όλο σχεδόν το χωριό δεν φέρνατε εδώ τις
αγελάδες και είχαμε και εμείς φυσική κοπριά; Διακόσια και παραπάνω χρόνια είμαστε
εδώ πέρα, όλα τα ξέρουμε, μας τα ψιθυρίζει ο αέρας, μας τα λένε τα πουλιά. Ξέρεις
ότι εμείς είμαστε η ανάσα σας και όχι μόνο. Όσο ψηλώνουμε φτάνουμε στα σύννεφα
και κατεβάζουμε την τόσο ωφέλιμη βροχούλα για τα χωράφια σας. Από τα παλιά
χρόνια είμαστε εδώ, ακόμα και επί τουρκοκρατίας. Πόσες φορές ο παππούς σου ξεκουράστηκε
κάτω από τον ίσκιο μου; Αλλά εκείνοι δεν μας πείραζαν, μας σέβονταν. Εσείς
θέλετε να μας ξεπαστρέψετε και μόλις κάποιο από εμάς γέρνει, βρίσκεται την
ευκαιρία και μας κόβετε. Μετά μας βάζετε σε δημοπρασία όπως τα ιμάτια του
Χριστού μας».
«Μπα
είσαι και χριστιανός;» λέω.
«Εμ
τι θα ήμουνα, τόσα χρόνια έχω βαρεθεί να σας ακούω να λέτε ότι μας προστατεύετε
και χρούτσου - χρούτσου όλο μας αφανίζετε σιγά σιγά, και μετά… Να αύριο
Πρωτομαγιά θα έρθετε, ως υποκριτές, και θα λέτε με ψεύτικο ενδιαφέρον: “Tι ωραίο δάσος”! και “κάτι πρέπει να κάνουμε γι' αυτό”…
Αλλά με την πρώτη ευκαιρία μας πετσοκόβετε. Άσε που θα μας πνίξετε στην τσίκνα
και στον καπνό. Άσε που ζούμε και με το φόβο μην πάρουμε φωτιά (αυτό ακόμα μας
έλειπε)».
Με
ξύπνησε μια αντάρα, μια οχλοβοή, κοιτάζω επάνω είχε σηκώθηκε αέρας και ο
μέλιγος κουνούσε πέρα δώθε τα κλωνάρια του και φυσούσε και σαν να άκουσα που
μού ΄λεγε.
«Φσ
Φσ, φύγετε κακοί από εδώ, τέτοιους ανθρώπους δεν τους θέλουμε. Την ησυχία μας
θέλουμε. Μόνο αυτοί που δεν μας πειράζουν να έρχονται εδώ για παρέα και να
μιλάμε, να λέμε και εμείς τα δένδρα τον πόνο μας».
Παίρνω
δρόμο κι έφυγα με σκυμμένο το κεφάλι, μην ξέροντας τι άλλο να πω, τι άλλο ν' απαντήσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου