Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

«Το νερό, τα σκυλιά και ο αργαλειός» (της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Όταν ήρθε το γεωτρύπανο στο χωριό, ήταν σαν να έσκασε βόμβα χαράς στη μικρή μας αυλή. Ο πατέρας έβαλε το χέρι του στη μέση, έδειξε με το δάχτυλο το μέρος κοντά στην τουλούμπα και είπε «εδώ θα γίνει το καινούριο αρτεσιανό». Δεν κατάλαβα τότε πόσο σημαντικό ήταν να βγαίνει το νερό από τη γη χωρίς να τραβάει η μάνα το σίδερο πάνω κάτω, ώρες ολόκληρες, ιδρωμένη, με τα χέρια της να πονάνε και την πλάτη να καίει από τον ήλιο. Μόνο όταν την είδα να γελάει, καθώς το νερό άρχισε να τρέχει μόνο του από τον σωλήνα, κατάλαβα ότι αλλάζει κάτι στη ζωή μας.

Έτρεξε η μάνα μου με τις λεκάνες γεμάτες ρούχα, τα άπλωσε στο πεζούλι και τα ξέβγαλε εκεί, στο καινούριο νερό, που έπεφτε δυνατό, καθαρό, χωρίς κόπο. Ο πατέρας έφερε τσιμέντα, έφτιαξε μια κοπάνα σαν μικρή πισίνα, την άφησε να γεμίσει. Εμείς, με τις φίλες μου, βουτούσαμε με τις φούστες σηκωμένες μέχρι τα γόνατα, τσιρίζαμε από το κρύο, μα γελούσαμε με την καρδιά μας. Το νερό μας έκοβε την ανάσα, αλλά μόλις ξανά βγαίναμε έξω, ο ήλιος μάς τύλιγε με τη ζέστη του κι ήμασταν ευτυχισμένες.

Τα βράδια, πριν με πάρει ο ύπνος, άκουγα το νερό που έτρεχε κελαρυστό. Έκλεινα τα μάτια και μου φαινόταν σαν να μου έλεγε ιστορίες για τη γη, για τις ρίζες που άγγιζε εκεί κάτω, για τους σπόρους που πότιζε. Μαζί με τον ήχο του νερού, άκουγα τα σκυλιά μας να γαβγίζουν. Ήταν μεγάλα, όμορφα λυκόσκυλα, έξυπνα και πιστά. Όλο το χωριό τα ήξερε: «Τα σκυλιά της Λεμονιάς», έλεγαν, γιατί ακολουθούσαν πάντα τη μάνα μου. Περίμεναν έξω από την αυλή, την κοιτούσαν με τα μεγάλα τους μάτια και μόλις άνοιγε την πόρτα, έτρεχαν πίσω της, πηδώντας χαρούμενα.

Δεν φοβόμουν ποτέ τις νύχτες. Ένιωθα πως τίποτα κακό δεν μπορούσε να περάσει χωρίς να το μάθουμε. Τα σκυλιά μας ήταν οι φύλακες του σπιτιού, αλλά και της καρδιάς μας. Έπαιζαν μαζί μου, τους πετούσα ένα πανί κι εκείνα το έφερναν πίσω, μετά κουλουριάζονταν δίπλα μου και μου ζέσταιναν τα πόδια.

Κι όταν έμπαινα μέσα, η μάνα ήταν στον αργαλειό. Καθόμουν δίπλα της, έβλεπα πως έβαζε τις κλωστές στα μιτάρια, στα χτένια, κι ύστερα πάταγε τις πατήθρες. Τα πόδια της δούλευαν με ρυθμό, τα χέρια της περνούσαν την σαΐτα, κι ο ήχος ήταν σαν τραγούδι: τα ξύλα που κροτούσαν, οι κλωστές που σφίγγονταν. Καμιά φορά με άφηνε να περνάω τους φλόκους στις φλοκάτες, κι εγώ καμάρωνα πως τη βοηθάω.

«Κοίτα, από τον αργαλειό ντυνόμασταν παλιά», μου έλεγε, «κι απ’ αυτόν σκεπαζόμασταν». Έπιανα τις κουρελούδες που έφτιαχνε από παλιά ρούχα, τα πολύχρωμα κομμάτια που ενώνονταν και γίνονταν ξανά χρήσιμα, και τις έβαζα στα πόδια μου όταν έβγαινα το πρωί στην αυλή, να πιω το γάλα μου. Έμοιαζαν σαν τα λουλούδια του χωραφιού μας την άνοιξη.

Κι έτσι μεγάλωνα, ανάμεσα στο κελάηδισμα του νερού, στα γαβγίσματα των σκυλιών, στον ήχο του αργαλειού. Ήταν ο δικός μας εκσυγχρονισμός, χωρίς να καταλάβουμε τότε τη λέξη. Ήταν το νερό που έτρεχε μόνο του, ήταν η μάνα που χαμογελούσε όταν δεν πονούσαν τα χέρια της, ήταν οι κοπάνες που γέμιζαν με γέλια κοριτσίστικα.

Ήταν οι νύχτες που έσβηναν με ασφάλεια, κι οι μέρες που άναβαν με χαρά. Και μέσα σε όλα, μια μάνα, ένας πατέρας, δυο σκυλιά και ο ήχος του νερού που κυλούσε, μας έλεγαν κάθε μέρα πως η ζωή μπορεί να αλλάζει, αλλά η αγάπη κι η ομορφιά, μένουν ίδιες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας