Διήγημα του Βασίλη Χαραλάμπους
Απόβραδο στην προκυμαία που άλλοτε ξεφόρτωναν τόσες
βαρκαδιές προσφυγιά από την πονεμένη Μικρασία. Τα φώτα μονάχα λιγοστά από
εκείνο το μικρό καπηλειό, σχεδόν στο μουράγιο ριγμένο. Κατ΄ αντίκρυ γιαλοί
γιομάτοι καημό. Σε τούτο το νησί της Καλύμνου αγιάλευτο τόπο ν΄ αποζητάς δεν
είναι πρεπούμενο. Κάποιοι ψαράδες, άκλαυτοι παλαιοί καπεταναίοι, αδιάφοροι από του καπηλειού
τα τόσα τραγουδήματα ξώμειναν να τηρούν τ΄ απλάδια στην πρύμνη της ψαρόβαρκας.
Ψαράδες πολυταξιδευμένοι που τις τόσες θύμισες αναδεύουν κι
αταξίδευτα μονάχα σε τούτο το νησί τ΄ ακροβράχια π΄ αντιπαλεύουν καθημερινά το
κύμα. Κρυφομιλά κι ο ζέφυρος με τη σκούνα που ξώμεινε μεσοπέλαγα τόσες λεύγες
από τούτα τα βράχια.
Ο καπετάν-Γιάννης ο Ψαθάκης ο ψαράς, στα ακροβράχια κάθεται,
πλάϊ στο πεταγμένο αρμίδι, το παραγάδι φτιάχνει και τραγουδεί. Κάθε στοχασμός
κι΄ ένα τόσο δα ξόμπλι για τον άδολο τούτο καπετάνιο. Το νύχτωμα τον βρίσκει
καθημερινά στο ίδιο μοιράδι. Χτες ολονυκτίς στο λαμνοκόπι κι έπιασε όλο κι όλο
μια καλαθιά συναγρίδα.
Παρέκει το μεγάλο ψαροκάλαθο αδειανό. Κι όμως, για τούτο τον
γέρο ψαρά η παραπανίσια αγκιστριά είναι για τα φτωχοπαίδια της γειτονιάς.
Με του όρθρου την αχνάδα τανάπαλιν θα γυρίσει στο
φτωχοκάλυβό του. Το κύμα σπάει αγριεμένο στα βράχια και κάνει του
καπετάν-Γιάννη το τραγούδημα υποφερτό για τους ψαράδες της τράτας πιο πέρα.
Κάθε τόσο διακόπτει τούτο τραγούδημα και σφυρίζει κάποιο σκοπό. Αν σφύριζε
μονάχα ίσως καλύτερα θα ήταν. Ευτυχώς είναι και το κύμα αγριεμένο απόψε και του
ζέφυρου είναι ασίγαστη η μουρμούρα. Την τόση όμως σιγαλιά της νύχτας σπάσαν
φωνές αλλόκοτες, των κάθε που μεθοκοπούν τ΄ αλλότριο τραγούδημα.
-Μεθυσμένοι πάλι, μουρμούρισε.
Τούτα τα παιδιά κουβάλησαν στο μουράγιο της πολιτείας την
τύρβη.
-Ε, καπετάν-Γιάννη, καλώς τα δέχτηκες ακούστηκε απ΄ τη
βάρκα.
-Τι να γίνει βρε παιδιά, το καθημερινό μας μοιράδι.
Μια παρέα από νέα παιδιά αγκαλιασμένα τραγουδούν
παραπατώντας πέρα δώθε στην προβλήτα ακροβατούν. Άδικα θαρρώ πασκίζει ο
αντίλαλος να φευγατίσει ετούτες τις φωνές στο λόφο κατ΄ αντίκρυ.
-Για κολύμπι παιδιά, φώναξε αυτός που φαινόταν πιο πολύ
μεθυσμένος.
-Μέσα Στάθη φώναξε άλλος.
-Δεν είμαστε καλά, είπε άλλο παιδί. Δεν σας είπα να μη
πιείτε πολύ.
-Παιδιά σοβαρευτείτε, φώναξε ο καπετάν-Γιάννης.
Έτσι φωνάζοντας και τρικλύζοντας πλησίασαν τον
καπετάν-Γιάννη.
-Κυρ-ψαρά μου, βαρκάδα να μας πας;
-Παιδιά δεν βλέπετε; Μπουνάτσα απόψε δεν έχει, ’μ αν βγούμε
απo τον κολπίσκο με
τέτοιο μπουρίνι στον πάτο θα βρεθούμε όλοι.
Κοντολογίς ξηγά στα παιδιά που σκολιαρούδια ακόμη μοιάζουν πως
μπορετό δεν είναι κατάορτσα να πάνε. Τούτη η αγριάδα του πελάγους και τον φόβο
τον κάνει να φαντάζει αλλιώς, στην τόση απεραντοσύνη. Παραύστερα είναι κι η
νυχτιά που όλα φαντάζουν δειλιασμένα.
-Παιδιά κάντε λίγο πιο πέρα, θα μου ρίξετε το πανέρι με τις σουπιές
για το παραγάδι στη θάλασσα.
-Λοιπόν καπετάνιο, θα μας πας βαρκάδα; Ή θα πάμε μονάχοι
μας.
-Πως θα πάτε παιδιά με τέτοιο καιρό;
-Εμείς καπετάνιο θα πάμε. Να εκείνη η ψαρόβαρκα δεμένη στο
μουράγιο. Δικιά σου είναι;
-Όχι παιδιά μα τι σημασία έχει;
-Τόσο το καλύτερο.
-Παιδιά δεν είμαστε καλά. Θα πνιγείτε.
Δεν είναι για ξηγητούρια η θάλασσα κατ΄ αντίκρυ. Θαλασσινό
μπουρίνι πούρχεται και ματάρχεται κι όσο πάει η ώρα ο φλοίσβος ξετυλίγεται στον
αγέρα. Κατά πως φαίνεται δεν είναι φοβέρα για δαύτους το φουρτούνιασμα. Κάνουν
λοιπόν να κινήσουν κατά τη βάρκα και ο Δήμος βάζει το στήθος μπροστά.
-Φύγε από δω, του λέει ο Στάθης.
Σπρώχνει λοιπόν τον Δήμο και πάνε κατά τη βάρκα. Μπαίνουν
τρικλύζοντας στη ψαρόβαρκα κι αρχινούν τα σπρωξίδια ποιός θάναι ο καπετάνιος.
Σηκώνεται κι ο καπετάν-Γιάννης κι ο Στάθης ξεπροβάλλει παρεμπρός του και
δέχεται κι αυτός ένα δυνατό σπρωξίδι.
-Αλλιώτικη βραδιά απόψε, μονολόγησε ο καπετάν-Γιάννης,
διαπορώντας ακόμα γιατί τόσος τάραχος.
Τα παιδιά μπαίνουν λοιπόν στη βάρκα κι αρχινούν να
κωπηλατούν. Σκολιαρούδια σχεδόν με το κουπί κατέναντι στο μεγάλο τρικύμισμα.
Μόλις όμως βγαίνουν λίγο έξω από το μουράγιο αρχινούν τις φωνές. Τόσοι νομάτοι
τόσα φωναχτά. Έτσι είναι βρατσέρα που ποντοπορεί να την αποζητάς μεσοπέλαγα. Ο
καπετάν-Γιάννης αμέσως πετάγεται πάνω και τρέχει μ΄ όλη του τη δύναμη στην
έξοδο του κολπίσκου. Φθάνει λοιπόν και παίρνει ένα χοντρό καραβόσχοινο και
προσπαθεί να το ρίξει στα παιδιά με τη βάρκα.
-Έλα πάρτε το σχοινί
παιδιά.
Που όμως να μπορέσουν τα παιδιά να πάρουν το σχοινί με
τέτοια τρικυμία. Ο καπετάν-Γιάννης συνέχεια το έπαιρνε και το ξαναπετούσε προς
τη βάρκα.
-Έλα Λιασάκη, φώναζε ο μικρότερος της παρέας.
Ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε τον καπετάν-Γιάννη.
-Λιασάκης, είπες παιδί μου;.
-Τον ξέρεις κυρ-ψαρά μου;
-Όχι, ξακουσμένο όνομα.
-Ναι του βιοτέχνη του Λιασάκη.
Ο καπετάν-Γιάννης ξακολουθούσε να ρίχνει το σκοινί
μονολογώντας.
-Ακούς εγώ, ένα Λιασάκη να σώσω; Μα πάλι τι φταίει το καημένο
το παιδί αν ο πατέρας του μου πήρε τη μεγάλη τη ψαρόβαρκα;
Απλώνει το χέρι ο Στάθης ο Λιασάκης να πάρει το καραβόσχοινο
και βρέθηκε ευθύς στη θάλασσα.
-Πνίγομαι, πνίγομαι.
-Δεν γνωρίζει κολύμπι, φώναξε στον ψαρά ο Δήμος.
- Τρέξε κυρ ψαρά μου, πνίγομαι σου λέω φώναζε ο Στάθης.
Με μιας ο καπετάν-Γιάννης βρέθηκε στη θάλασσα. Τόσες φορές
αντάμωσε καταμεσής στο πέλαγος τον ζέφυρο μονάχο.
-Έρχομαι παλληκάρι μου, φώναξε ο καπετάν-Γιάννης κολυμπώντας
κατέναντι στα αγριεμένα κύματα.
Να φανταστεί κανένας πως και στο μουράγιο μέσα οι ψαρόβαρκες
χοροπηδούσαν. Πλησίασε λοιπόν τον Στάθη ο καπετάν-Γιάννης και σαν έμπειρος
κολυμβητής που ήταν τον άρπαξε με δεξιοτεχνία. Αλλά τώρα πως θα βγούνε; Ήταν
όλο βράχια και τα κτυπούσε αγριεμένο κύμα. Σ΄ ένα ακροβράχι τα βόλεψε και
έβγαλε τον Στάθη στην στεριά.
Παραύστερα μ΄ ένα χονδρό καραβόσκοινο πούριξε στα παιδιά τράβηξε
τη βάρκα με τα παλληκάρια στο μουράγιο.
Ο μικρότερος της παρέας άρχισε παλαμάκια να κτυπά και να
τραγουδεί ένα από κείνα τα ξενόφερτα. Ξανάρθε το χαμογέλιο και στους άλλους της
παρέας. Στην τράτα που τώρα φαινόταν το μικρό φαναράκι ούτε που πήραν είδηση.
Μάζεψε κι΄ ο καπετάν-Γιάννης τα σύνεργά του, τύλιξε με τον σάκο του τον Στάθη
κι΄ έτσι όπως ήταν καταβρεγμένος κίνησε για το φτωχοκάλυβό του. Τα παιδιά της
παρέας σε λίγο φύγαν κι΄ αυτά.
Μεγάλο καημό είχε κείνη τη ψαράβαρκα ο καπετάν-Γιάννης ο
Ψαθάκης. Τι να γίνει όμως; Ο προκομένος ο Λιασάκης του την πήρε για λίγα
χρωστούμενα. Το δίκιο του όμως που να βρεί; Ίσως νάναι π΄ αρχινίσανε οι
άνθρωποι περίσσια να φυλάνε το δικό τους μονάχα ή μήπως μας πικραίνει μόνο τ΄
άδικο άρπαγμα τ΄ αλλουνού; Μου φαίνεται πως το περίσσιο φύλαγμα άρπαγμα είναι
κι αυτό.
Τώρα πάει καιρός που κείνη η ψαρόβαρκα τσακίστηκε στ΄
ακροβράχια και μόλις που γλύτωσε ο Λιασάκης. Κατά βάθος ο καπετάν-Γιάννης ο
Ψαθάκης είναι και τούτος άνθρωπος ανεξίκακος σαν και τους ψαράδες του νησιού του.
Καθώς δίχα το δίκιο αγάπη δεν λογιέται έτσι θαρρώ και για τούτο τον γέρο ψαρά
το δίκιο λογιέται αλλιώς όταν τανάπαλιν την αγάπη λογαριάζει. Μαθεμένοι αλλιώς
βλέπεις ετούτοι οι ψαράδες ν΄ αντιπαλεύουν καθημερινά την καταγάλανη αλμύρα και
παραύστερα περίσσεια μαζί της να φιλεύουν. Έτσι και στης ζωής τους θαρρώ το
διάβα, κακία ποτέ να μη κρατούν.
Σε λίγες μέρες τανάπαλιν στην προκυμαία του νησιού. Το
μουράγιο γιόμισε ψαροκάϊκα. Η ίδια νοσταλγία στα ίδια βράχια κι ο πουνέντες
μεσοπέλαγα εξιστορεί το ίδιο ταξίδι με τις σκούνες ανάπλωρα. Καταμεσής στο
πέλαγος που και που κανένα καράβι ταξιδεμένο σε ξενιτειές που πικραίνουν κι΄
από το μουράγιο να χαιρετούν οι φιγούρες του μεγάλου καημού. Αποστηθίζει θαρρείς ο ανήσυχος
πουνέντες τον περίσσιο καημό των μανάδων της Καλύμνου π΄ αγναντεύουν καθημερινά
τον αιγιαλό. Εκεί όπου ανταμώνει το πρώτο φέγγος με τον ίσκιο των βράχων, μια
μεγάλη ψαράβαρκα δεμένη στο μουράγιο και κάμποσοι ψαράδες να την κοιτούν με
θαυμασμό. Μονάχα ο γέρο-Σταμάτης συνέχισε αδιάφορος την ορμιά να τυλίγει. Πάει
κι ο καπετάν-Γιάννης να θαυμάσει τούτη τη μεγάλη ψαρόβαρκα. Κοιτάζει να δει τον
καπετάνιο της. Στην πλώρη με μεγάλα γράμματα. "ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΨΑΘΑΚΗΣ"
-Τι είναι τούτο πάλι, μονολόγησε ο καπετάν-Γιάννης.
-Μπράβο καπετάν-Γιάννη, φώναξε ο Θωμάς.
Ο Βασίλης του Καμαρωτού μ΄ ένα πήδημα βρέθηκε στη ψαράβαρκα,
κάτι περιεργάστηκε εκεί κι ύστερα πέταξε στον καπετάν-Γιάννη ένα γράμμα.
- Καπετάν-Γιάννη για σένα, είπε πετώντας του το γράμμα.
Μ΄ απορία πήρε ο καπετάν-Γιάννης το γράμμα που απ΄ έξω είχε
γραμμένο το όνομά του κι άρχισε να το διαβάζει ψιθυριστά: "Η πιο μεγάλη
συγνώμη για κείνη τη ψαράβαρκα που άδικα σου έχω πάρει και συνάμα το πιο μεγάλο
ευχαριστώ που έσωσες το γυιό μου το Στάθη. Η ψαρόβαρκα δική σου. Νίκος
Λιασάκης."
Τσαλάκωσε στην παλάμη το χαρτί και πήγε πιο πίσω στα βράχια
κι έμεινε να κοιτάζει πότε τούτη τη μεγάλη ψαρόβαρκα πότε το τσαλακωμένο χαρτί.
Τόση ώρα πέρασε κι οι ψαράδες ακόμα συζητούσαν για την ψαρόβαρκα του
καπετάν-Γιάννη, της "συγνώμης" τη ψαρόβαρκα. Όπου νάναι θα
ξεμακρύνουν τούτα τα ψαροκάϊκα, θα ξεπροβοδώσει κι ο αγέρας τούτο το
πρωτοτάξιδο. Τανάπαλιν θα ρημωθεί τ΄ αγκυροβόλιο και θ΄ ακούγεται μοναχά ο
σπαραγμός των γλάρων. Κι οι λιαχτίδες συνέχισαν να τρεμοπαίζουν γιομίζοντας μ΄ ουρανό
το πέλαγος με κληρούχο θαρρώ μοναχά το πουνέντε με τις σκούνες ν΄ αντιπαλεύει
μεσοπέλαγα. Είναι βλέπεις μαθεμένοι αλλιώς ετούτοι οι ψαράδες ν΄ αντιπαλεύουν
καθημερινά την καταγάλανη αλμύρα και παραύστερα περίσσεια μαζί της να φιλεύουν.
Κάπως έτσι θαρρώ και στο δικό τους της ζωής το διάβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου