Για
τον χειμώνα υπήρχαν οι γαλότσες και τα καβουτσούκια. Αυτά ήξερες, αυτά
φορούσες, κι αν άντεχαν τα πόδια, άντεχε κι ο άνθρωπος. Το χιόνι, όσο χαρά
έφερνε στα παιδιά, τόσο βάρος έριχνε στις πλάτες των μεγάλων. Τα παιδιά το
έβλεπαν σαν παιχνίδι, οι μεγάλοι σαν δοκιμασία.
Η
μάνα του Γκέλια, μαυροφορεμένη χήρα με πέντε παιδιά κι ένα κορίτσι, στεκόταν
όρθια στο παράθυρο και κοίταζε τον ουρανό που δεν έλεγε να ξαλαφρώσει. Το χιόνι
έπεφτε αδιάκοπα, σαν να ’χε βάλει πείσμα.
—
Ρίξε, ρίξε, βοϊδομάτη, να δούμε τι θα καταλάβεις, μουρμούριζε.
Στο
μυαλό της ερχόταν η εικόνα της εκκλησίας, εκείνο το μεγάλο μάτι του Θεού που τα
βλέπει όλα. Εκείνη την ώρα της φαινόταν σαν μάτι βοδιού, αδιάφορο και βαρύ.
—
Δεν βλέπεις τη φτώχεια μας; την ορφάνια μας; τις δυσκολίες μας; Θέλεις να μας
θάψεις κάτω απ’ το χιόνι;
Δεν
τα ’λεγε δυνατά. Τα ’λεγε μέσα της, σαν παράπονο που δεν έβρισκε αυτί. Έκανε
τον σταυρό της, είπε ένα «ωχ, Παναγιά μ’», κι ύστερα γύρισε στο τζάκι να
σκαλνίσει τα ξύλα, να πάρει φωτιά καλύτερα.
Ψωμί,
ξύλα και τροφή για τα ζώα. Αυτά ήταν τα βασικά για να ξεχειμωνιάσει ένα σπίτι.
Αν έλειπε έστω κι ένα, άρχιζαν οι έγνοιες, κι οι έγνοιες τον χειμώνα δεν είχαν
πάτο.
Όσο
έπεφτε το χιόνι, ήταν όμορφο. Όταν σταματούσε, έρχονταν τα δύσκολα: παγωνιές,
κρούσταλα, κρύα που έμπαιναν στα κόκαλα. Και μαζί τους, οι αρρώστιες. Τα παιδιά
δεν άντεχαν εύκολα. Το καρκαλέτσι, ένας βήχας που δεν έλεγε να κοπάσει, τα
ταλαιπωρούσε μέρα-νύχτα. Μόνο αν έπινες γάλα από γομάρα ή φοράδα έβρισκες λίγη
ανακούφιση.
Η
παρωτίτιδα φούσκωνε τους λαιμούς κάτω απ’ τ’ αυτιά. Ευτυχώς ήταν ανώδυνη. Η
μάνα έβγαζε τότε το κατράμι, εκείνο το μαύρο, πηχτό υγρό σαν πίσσα, φυλαγμένο
σε μεγάλο κουνέτο για ώρα ανάγκης. Το άλειφε σε δυο κομμάτια χαρτοσακούλες από
λιπάσματα και τα κολλούσε στον πρησμένο λαιμό. Το μαύρο βάψιμο έφευγε μόνο την
άνοιξη.
Οι
ίδιες χαρτοσακούλες χρησίμευαν και για το σκρούμπο. Τις έκαιγε, μάζευε τη
στάχτη και την άπλωνε στον αφαλό του μωρού ή στα σκέλια, για να μην συγκαίεται.
Όλα είχαν τον τρόπο τους.
Ο
Χάρης υπέφερε συχνά απ’ τις μυγδαλιές. Ιδίως αν έτρωγε χιόνι, όπως συνήθιζε. Αν
ανέβαζε και πυρετό, τότε δεν γλίτωνε τις ενέσεις. Κι εκεί άρχιζε ο φόβος.
Σύριγγες,
βελόνες, οινόπνευμα, βαμβάκι, κονέτα με πενικιλίνες και στρεπτομυκίνες,
αμπούλες με νερό κι ένα πριονάκι για να χαράζουν τον λαιμό τους. Όλα έμπαιναν
στη σειρά πάνω στο τραπέζι. Ο Χάρης, ξαπλωμένος με πυρετό, ένιωθε τον τρόμο να
μεγαλώνει όταν άκουγε τις βελόνες να βράζουν στην κατσαρόλα πάνω στη σόμπα.
—
Δεν χρειάζεται ένεση, πατέρα, θα πέσει ο πυρετός με την πετσέτα, έλεγε με φωνή
παραπονιάρικη.
—
Δεν θα καταλάβεις τίποτε. Σαν τσίμπημα μύγας είναι. Μεγάλος άντρας είσαι πια.
Πώς θα πας στρατό άμα φοβάσαι έτσι;
Και
γινόταν αυτό που έπρεπε να γίνει. Χωρίς να βλέπει, ο Χάρης καταλάβαινε από τους
ήχους σε ποιο στάδιο βρισκόταν η διαδικασία. Το κόψιμο της αμπούλας, το
ανακάτεμα στο κονέτο, το ρούφηγμα του υγρού. Ύστερα η φράση:
—
Γύρνα, παιδί μ’.
Ένιωθε
τη δροσιά του οινοπνεύματος στον κωλομέρι κι έκλεινε τα μάτια. Ένα τσίμπημα,
μια φωνή, κι όλα τελείωναν. Το βράδυ πάλι τα ίδια. Σε τρεις-τέσσερις μέρες
γινόταν περδίκι.
Δύσκολη
εποχή ο χειμώνας. Οι μεγάλοι τον ένιωθαν στο πετσί και στην ψυχή. Τα παιδιά
όμως περνούσαν καλά. Είχαν φαΐ, ζεστασιά, αγάπη, σιγουριά και χρόνο για
παιχνίδι.
Με
το σούρουπο, όλα τα σπίτια κλείνονταν. Οι γυναίκες έπλεκαν και κεντούσαν, οι
άντρες κάπνιζαν και κουβέντιαζαν. Τα παιδιά πότε άκουγαν, πότε πάλευαν,
γελούσαν, έκλαιγαν.
—
Σκάστε, βρε ζουρζουβούλια, να πούμε καμιά κουβέντα, φώναζε η μάνα και μοίραζε
καρπαζιές.
Η
φασαρία μεγάλωνε, ώσπου έμπαινε στη μέση η γιαγιά.
—
Ησυχάστε… και θα σας πω ένα παραμύθι.
Κι
αμέσως τα άγρια θηρία ημέρευαν. Κάθονταν γύρω της στην ψάθα και κρέμονταν απ’
τα χείλη της, ενώ έξω το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, κι ο χειμώνας να κοιτάζει
απ’ το μεγάλο του μάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου