Καλοκαίρι στο Βαλτινό του 1960.
Στο κέντρο του χωριού, εκεί όπου σήμερα περνούν αυτοκίνητα και άνθρωποι
βιαστικοί, τότε απλωνόταν μια μεγάλη αλάνα, άγραφη, ανοιχτή, σαν λευκή σελίδα.
Η γη ήταν ακόμη χώμα, κι ο άνεμος κουβαλούσε τη μυρωδιά από στάχυα και νερό.
Στο βάθος διακρίνεται το κοινοτικό κατάστημα, ταπεινό κι αθόρυβο, σαν να
επιτηρεί την καθημερινότητα των χωριανών χωρίς να την ορίζει.
Μπροστά του, μια ομάδα νέων. Αγόρια με γυμνά πόδια, φθαρμένα ρούχα, μάτια
φωτεινά. Στέκονται γύρω από τέσσερα ποδήλατα - πανάκριβα αποκτήματα για την
εποχή, σύμβολα ελευθερίας, κύρους, αλλά και ονείρων που άρχισαν να χωρούν σε
τροχούς και σε δρόμους. Τα ποδήλατα είναι οι ελπίδες τους, οι διαδρομές που θα
πάρουν, το μέλλον που φαντάζονται.
Τα πρόσωπά τους -άλλα σοβαρά, άλλα χαμογελαστά- μοιάζουν να κρατούν μια
υπόσχεση: «Η ζωή είναι μπροστά». Δεν ξέρουν ακόμη τι θα συναντήσουν. Δεν ξέρουν
πως τα χρόνια θα περάσουν σαν καλοκαιρινός άνεμος, πως οι δρόμοι τους θα
ανοίξουν και θα κλείσουν, πως κάποιοι θα φύγουν για τις πόλεις, κάποιοι για άλλες
χώρες και κάποιοι θα μείνουν εκεί, στις ρίζες.
Αλλά εκείνη τη στιγμή, όλα είναι παρόν.
Το χωριό είναι παντού. Η αλάνα ορίζεται από την παιδική φαντασία, χωρίς σύνορα. Και τα όνειρα των νέων χωρούν ολόκληρα κάτω από το φως του απογεύματος.
Ένα κλικ της φωτογραφικής μηχανής, και η στιγμή φυλακίζεται για πάντα, για
να μας θυμίζει κάτι που συχνά ξεχνούμε: πως υπήρξε μια εποχή όπου αρκούσε ένα
ποδήλατο για να γεννηθεί ένα ταξίδι, μια παρέα για να στηριχθεί ο κόσμος, μια
αλάνα για να χωρέσει όλη η ζωή.
Κι ίσως, μέσα μας, αυτή η αλάνα δεν χάθηκε ποτέ.
Ίσως ζει ακόμη όπου ανθίζουν τα όνειρα και οι ελπίδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου