Ἦταν
ἀπόγευμα ποὺ βγῆκα γιὰ κυνήγι. Ἔτρεξα μέσα στὰ ριζά, μὲ κύκλους ὄργωσα τὸν
κάμπο, ὥσπου ἀπόκαμα περίλυπος, μὲ μόνο κέρδος δυὸ μπεκάτσες. Τοῦ γυρισμοῦ τὸν
δρόμο πῆρα, ἀλλὰ μάταια. Περπάτησα, περπάτησα καὶ ἀκόμα τώρα περπατῶ, ὅμως στὸ
σπίτι μου δὲν φτάνω, οὔτε κι αὐτὸ τὸ ἀλλιώτικο τὸ ἀπόγευμα νικῶ. Ὁ χρόνος – εἶναι
προφανὲς – περνάει ἀλώβητος μὲ τὸν πανάρχαιο γνωστὸ ρυθμό του. Ὅμως γιὰ μένα εἶναι
ἀκόμα ἀπόγευμα, αὐτὸ τὸ ἴδιο ἀπόγευμα ποὺ βγῆκα γιὰ κυνήγι. Καὶ ὅσο – ὁ ἄμοιρος
– κι ἄν προσπαθῶ, στὸ σπίτι μου δὲν φτάνω, κι οὔτε ποὺ ξέρω τὶ νὰ κάνω αὐτὲς τὶς
δυὸ μπεκάτσες, ποὺ τώρα πιὰ σαπίσανε στὰ χέρια μου.
Του
Ηλία Κεφάλα
(Ἀπὸ τὴν συλλογή του ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΕΓΝΕΘΕ ΤΗ ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ, 2010)
(Ἀπὸ τὴν συλλογή του ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΕΓΝΕΘΕ ΤΗ ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου