Η τεχνολογία τους προσπέρασε και τους έκανε μουσειακό είδος. Οι περισσότεροι κατέρρευσαν κι ερήμωσαν. Και μαζί τους αφανίστηκε ένας ολόκληρος, σχεδόν μυθικός, κόσμος. Μιλάω για τους νερόμυλους και τον κόσμο που τους εμψύχωνε. Η χαρακτηριστική φιγούρα του μυλωνά, η απλόχωρη αυλή με τα τρεχούμενα νερά, οι αμέτρητες κότες, χήνες και πάπιες λόγω των εν αφθονία σιτηρών, οι κατσίκες και τα λίγα αρνάκια και, κυρίως, οι άνθρωποι με τα γαϊδούρια, τα άλογα, τα κάρα τους και τα φορτώματά τους. Τι γλυκιά αναμονή μέχρι να έρθει η σειρά του καθενός για ν’ αλέσει κι ύστερα να φύγει, αντικαθιστώντας την ποσότητα του σιταριού του με αλεύρι. Κι εν τω μεταξύ κάτω από τους ίσκιους, δίπλα από τα νερά, να τρώει ο καθένας το προσφάι του. Κάποιοι να διηγούνται παραμύθια ή απλές καθημερινές ιστορίες και οι περισσότεροι να ακούνε. Τις έζησα αυτές τις στιγμές. Τις αναπολώ συνεχώς. Και, βέβαια, επαναλαμβάνω κάθε τόσο την διαχρονική απορία του πατέρα μου: «Μα γιατί, γιατί να νοσταλγώ τα χρόνια της δυστυχίας και της απέραντης έλλειψης;»
Του
Ηλία Κεφάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου