Του Αποστόλου Κουρσοβίτη
…Τέτοια εποχή τ’ αλώνια ήταν στο φόρτε τους. Η ατμόσφαιρα
στο χωριό μύριζε στάχυα, φύλλα βελανιδιάς και δυόσμο.Το αλώνισμα με τα ζώα, το
δοκάνι και το λίχνισμα, δεν το πρόλαβα μα αν κρίνω από τις αφηγήσεις των γωνιών
μου συμπεραίνω πως τίποτε δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με την μαγεία...τη
συλλογικότητα και τη ζωντάνια του αλωνισμού. Η γενιά μου πρόλαβε την
«Αλωνιστική μηχανή»! Ένα κόκκινο «θηρίο» 10 μέτρων που το έσερνε ένα κίτρινο
τρακτέρ μάρκας «Χάνομακ». Επιβλητική και πολλά υποσχόμενη τραβούσε την προσοχή
μικρών και μεγάλων. Θυμάμαι στην προμετωπίδα έφερε τη μάρκα: ΤΙΤΑΝ. Μαζί της
και οι εργάτες, ένας μικρός «στρατός» που στρατοπέδευε σε κάποια πρασιά κάτω
από ένα μεγάλο δέντρο συνήθως. Εκεί, οι «Αλωνάρηδες» θα έστηναν τον καταυλισμό
τους. Ένα μεγάλο αντίσκηνο, το μαγειρειό, το συνεργείο με τα εργαλεία… μεγάλα
μεταλλικά βαρέλια με πετρέλαιο. H μεγάλη, για την εποχή, μηχανή έπαιρνε τη θέση
της ανάμεσα στις θημωνιές.
Οι θημωνιές ήταν μικροί οικίσκοι από δεμάτια (στάχυα)
ντανιασμένα (τοποθετημένα) με μεράκι έτσι, που σχηματίζονταν μια μικρή συνοικία
στα στενά της οποίας η «συμμορία μας» έπαιζε κρυφτό και κυνηγητό. Ήμασταν δεν
ήμασταν 10 ξυπολυτάκια σ’ εκείνη τη συντροφιά. Το κίτρινο τρακτέρ,
απομακρύνονταν από το «θηρίο» ίσα με 30 μέτρα περίπου. Ένας, αντίστοιχος με την
απόσταση, πλατύς ιμάντας συνέδεε το τρακτέρ με τη μηχανή. Η εκκίνηση απαιτούσε
να είναι όλοι στις θέσεις τους. Κάποιος έδινε το νεύμα, το τρακτέρ μούγκριζε, ο
ιμάντας αργά στην αρχή μα πιο γρήγορα μετά, μετέφερε την κίνηση στο «κινούμενο
εργοστάσιο» με τα χιλιάδες κόσκινα, γρανάζια… φινιστρίνια μικρά και μεγάλα,
διαύλους και βραχίονες… που αν καθόσουν να τα μετρήσεις θα σ’ έβρισκε η νύχτα !
Ένα σύννεφο σκόνης έβγαινε από τα σπλάχνα του θηρίου και έφτανε ως τον ουρανό
την ώρα που όλος αυτός ο «κόσμος» έπαιρνε μπροστά.
Οι φωνές των εργατών
ανάκατες με το βουητό της μηχανής συνέθεταν μια πολεμική ατμόσφαιρα. Πιο πέρα,
παραφύλαγε η «συμμορία» και σε κάποιο διάλειμμα ή βλάβη, ορμούσαμε στο σημείο
που έβγαινε το στάρι και ψάχνοντας στο χώμα, μέρα τη μέρα, συγκεντρώναμε στο
τέλος, ένα έως και δύο τσουβάλια στάρι. Τα «κλοπιμαία», τα εμπιστευόμασταν σε
κάποιον μεγαλύτερο ο οποίος στη συνέχεια τα πωλούσε και από τα χρήματα
προμηθευόμασταν κάθε χρόνο την ποδοσφαιρική μας δερμάτινη (πέτσινη) μπάλα ! Μια
χρονιά που η σοδειά «φύσαγε» μαζέψαμε τόσο στάρι που εξασφαλίσαμε όχι μόνο τη
μπάλα αλλά και τις εμφανίσεις, σώβρακα και φανέλες ! Αυτό το «πανηγύρι»
κρατούσε από 15-20 ημέρες και κάποιες φορές κόντευε μήνα ! Όταν τέλειωνε ο
αλωνισμός η «συμμορία» την έπεφτε στα μποστάνια. Το θέμα με τα μποστάνια δεν
ήταν τόσο τα καρπούζια με τα πεπόνια όσο ο «πόλεμος» ανάμεσα στους μπόμπιρες
και τον μουστακαλή αγροφύλακα με την τσιριχτή σφυρίχτρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου