Μ’ αστραφτερά κινήσαμε ποδήλατα
κι όνειρα πάλλευκα να πάμε στο σταθμό,
του μισεμού το τρένο να προλάβουμε,
στου ρολογιού συντονισμένοι το ρυθμό.
Κάτω απ’ το κάστρο ανάσες του πευκόδασου
σήκωναν κύμα αναθυμιάς στη συντροφιά
κι αυλές και πάρκα ξόμπλιαζαν την άνοιξη
σε κάδρα πλούσια σε ζωντάνια κι ομορφιά.
Κι ω! σαν, χορτάτοι χρώματα, διαβαίναμε
την ίσια ρότα της οδού Ασκληπιού,
στα κλώνια της αλέας μάς προβόδιζε
πράο το πνεύμα ενός θεού ζωοποιού.
Στις ακακίες λες μας καλοστράτιζε
η ανθοπλημμύρα μιας ουράνιας ευωδιάς,
κι αύρα του κάμπου τ’ άρωμά της σκλάβωσε
νωπό για πάντα στα θηκάρια της καρδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου