Το
σαμάρι είναι πρώτα απ’ όλα μια εφεύρεση ταπεινή και σοφή. Ξύλο καμπυλωμένο με
μέτρο, δεμένο πάνω στη ράχη του ζώου για να μοιράζει το βάρος, να μην πληγώνει,
να αντέχει. Εκεί ακουμπούν τα ξύλα του χειμώνα, τα δεμάτια του μόχθου, εκεί
βρίσκει ισορροπία ο καβαλάρης, όχι για να κυριαρχήσει, αλλά για να πορευτεί.
Κι
όμως, η λέξη ξεφεύγει γρήγορα από το ξύλο και το ζώο και περνά στον άνθρωπο.
«Φόρεσε σαμάρι» λέμε, κι εννοούμε βάρος που δεν επιλέχτηκε, μοίρα που
επιβλήθηκε, υποχρέωση που λύγισε τη ράχη πριν κουράσει τα χέρια. Το ανθρώπινο
σαμάρι δεν είναι πάντα ορατό. Είναι χρέη, είναι φόβοι, είναι ρόλοι που μας
έμαθαν να αντέχουμε σιωπηλά. Και όπως το κακοφτιαγμένο σαμάρι πληγώνει το ζώο,
έτσι και το άδικο βάρος πληγώνει τον άνθρωπο, όχι αμέσως, αλλά με μια αργή,
επίμονη τριβή.
Υπάρχει
όμως και μια τρίτη μορφή σαμαριού, παράξενη και σύγχρονη: εκείνη που απλώνεται
κατά πλάτος του δρόμου. Μια χαμηλή καμπύλη, μια μικρή ανύψωση της ασφάλτου που
δεν κουβαλά τίποτα, αλλά επιβάλλει. Σε αναγκάζει να κόψεις ταχύτητα, να
θυμηθείς το μέτρο, να υποταχθείς για λίγο σε έναν κανόνα κοινό. Είναι κι αυτό
ένα βάρος, όχι στη ράχη, αλλά στην ορμή. Ένα σαμάρι που δεν πληγώνει, αν το
σεβαστείς, και σε προστατεύει, αν το καταλάβεις.
Ίσως
τελικά το σαμάρι, σε όλες του τις μορφές, να μιλά για το ίδιο πράγμα, για την
ανάγκη της καμπύλης ανάμεσα στο βάρος και την κίνηση. Τίποτα δεν κουβαλιέται
ωμά χωρίς κόστος, τίποτα δεν τρέχει αχαλίνωτο χωρίς κίνδυνο. Χρειάζεται μια
ενδιάμεση μορφή, ένα ξύλο δουλεμένο, μια ανύψωση στο δρόμο, μια συνείδηση που
λέει «ως εδώ».
Το
ερώτημα δεν είναι αν θα έχουμε σαμάρι. Το ερώτημα είναι ποιος το φτιάχνει, πώς
εφαρμόζει στη ράχη μας και αν, κάποτε, μπορούμε να το λύσουμε, να
ξεκουραστούμε, και να διαλέξουμε ξανά τι αξίζει να κουβαλήσουμε και με ποιον
ρυθμό να πορευτούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου