Ξημέρωναν
Χριστούγεννα όταν άκουσα τη φωνή της μάνας να σκίζει τη νύχτα.
«Παιδιά, ξυπνήστε… πέντε η ώρα είναι! Χτύπησε η καμπάνα».
Μπήκε στο δωμάτιο γελώντας και, όπως πάντα, μας γαργαλούσε τη μύτη για να
ανοίξουμε τα μάτια. Με κόπο σηκωθήκαμε από τα ζεστά στρωσίδια, νυσταγμένοι και
μισοπαγωμένοι.
Έπιασα
τα ρούχα μου και ντύθηκα βιαστικά. Το πουλόβερ, τη κοντή φουστίτσα, τις άσπρες
κάλτσες που μας είχε αγοράσει η μάνα από τα Τρίκαλα - είχε πάει στο παζάρι μόνο
και μόνο για να μας φέρει κάτι καινούργιο. Φόρεσα τη ζακέτα μου, ροζ, με χρυσά
κουμπιά και όμορφο σχέδιο. Την είχε φτιάξει λίγο μεγαλύτερη, «να την έχεις και
του χρόνου», έλεγε. Οι γαλότσες με περίμεναν δίπλα στη σόμπα, ζεστές, όπως τις
είχε ακουμπήσει από το βράδυ.
Η
μάνα έντυσε και τον αδερφό μου. Του φόρεσε το περσινό του κοστούμι - κοντά τα
μανίκια, κοντά και τα μπατζάκια, σχεδόν στο κότσι. «Μια χαρά είσαι, Γιώργο»,
του είπε, κι εκείνος χαμογέλασε ντροπαλά. Ήταν μικρός, γύρω στα έξι.
Αφού
μας έδωσε τις καθιερωμένες οδηγίες - να είμαστε φρόνιμοι, ήσυχοι και
προσεκτικοί - μας άνοιξε την πόρτα.
Μόλις βγήκαμε έξω, μας χτύπησε το κρύο σαν μαχαίρι. Όλα ήταν κάτασπρα. Τσιάφη
παντού. Η ανάσα μας έβγαινε σε μικρά σύννεφα.
Περπατήσαμε
λίγο και ο Γιώργος άρχισε να τρέμει. Τα σαγόνια του χτυπούσαν, όπως και τα δικά
μου.
«Πάμε πίσω», μου είπε. «Δεν αντέχω, κρυώνω».
Τον έπιασα από το χέρι.
«Έλα να τρέξουμε. Θα ζεσταθούμε».
Ήταν
έξι το πρωί όταν τρέξαμε στα παγωμένα σοκάκια, ώσπου φτάσαμε στην εκκλησία.
Μπήκαμε μέσα λαχανιασμένοι. Ζεστασιά. Κόσμος πολύς, παιδιά πολλά. Σταθήκαμε
ήσυχοι, παρακολουθώντας τη λειτουργία. Η νύστα μας βάραινε, μερικά παιδιά είχαν
ήδη αποκοιμηθεί στις καρέκλες.
Όταν
τελείωσε η λειτουργία, ο παπά Χρήστος μας κοινώνησε. Μας ευχήθηκε «Καλά
Χριστούγεννα», μας χάιδεψε τα κεφάλια, όπως έκανε πάντα, και μας είπε να
είμαστε καλά παιδιά και να προοδεύσουμε στη ζωή. Οι χωριανοί αντάλλασσαν ευχές
με εγκάρδιες χειραψίες, γέλια και χαρές. Οι φωνές τους αντηχούσαν στα σοκάκια
καθώς επιστρέφαμε.
Είχε
πια χαράξει. Ο ουρανός είχε πάρει ένα απαλό ρόδινο χρώμα, που όσο περνούσαν τα
λεπτά γινόταν όλο και πιο όμορφο. Τα πουλάκια κελαηδούσαν, τα κοτσίφια έλεγαν
το δικό τους μοναδικό τραγούδι. Ήταν ένα ξημέρωμα που δεν ξεχνιέται.
Φτάσαμε
στο σπίτι παγωμένοι. Μόλις μας είδε ο πατέρας, φώναξε:
«Ελάτε, ελάτε! Σας έφτιαξα ωραίες σφήνες!»
Ψωμί κομμένο σε λεπτές φέτες, ψημένο πάνω στη σόμπα, ροδισμένο, με λίπα να
λιώνει από πάνω. Τρώγαμε με τέτοια ευχαρίστηση που λέγαμε πως ο μπαμπάς τις
έφτιαχνε καλύτερες κι από της μάνας. Μετά το πρωινό, πέσαμε για ύπνο αμέσως.
Το
μεσημέρι με ξύπνησε μια μυρωδιά που γέμισε το σπίτι. Πήγα πάνω από το ταψί.
Πατάτες στο φούρνο με κρέας - το αγαπημένο μου φαγητό. Η μάνα το έφτιαχνε μόνο
τις Κυριακές και τις γιορτές. Ο πατέρας έφερε την τάβλα, το χαμηλό τραπέζι,
έβαλε το ψωμί και μαζευτήκαμε όλοι γύρω. Ήταν νοστιμότατο. Η μάνα μου ήταν
σπουδαία μαγείρισσα.
Το
βράδυ είχε σειρά ο αδερφός μου να ακούσει τα παραμύθια του, το τσουγκάνι.
Λίγες
μέρες μετά τα Χριστούγεννα, μαζεύτηκαν οι συγγενείς - παππούδες, γιαγιάδες,
θείοι, θείες - για το σφάξιμο του γουρουνιού. Ήταν μεγάλο, γύρω στα εκατόν
πενήντα κιλά. Η μάνα το τάιζε συχνά για να παχύνει, να βγάλει πολύ λίπος και
κρέας. Έτσι έκαναν όλοι στο χωριό. Φτωχικά χρόνια, μα με τα δικά τους προϊόντα
πορεύονταν.
Το
κρέας το πάστωναν σε πήλινα δοχεία για να συντηρηθεί όλο τον χειμώνα. Καθόμουν
και κοιτούσα όλη τη διαδικασία. Οι γυναίκες έφτιαχναν τις τσιγαρίδες - τι
νοστιμιά! Τσιγάριζαν το κρέας, έβγαζαν το λίπος και το αποθήκευαν σε τενεκέδες.
Με αυτό μαγείρευαν, γιατί λάδι δεν υπήρχε. Έριχναν πράσα, τα άφηναν να
σιγοψηθούν και γινόταν φαγητό ανεπανάληπτο.
Η
μάνα έπαιρνε το ψαχνό, το έκοβε κιμά με το τσεκούρι, τόσο ψιλά που έμοιαζε
μηχανής. Έφτιαχνε κεφτεδάκια και λουκάνικα. Η μυρωδιά τους, όταν τα τηγάνιζε,
μου γέμιζε τα ρουθούνια. Ήταν κρέατα που μοσχοβολούσαν - όχι σαν τα σημερινά.
Και
τώρα, τόσα χρόνια μετά, τα θυμάμαι όλα και μου τρέχουν τα σάλια. Μα πιο πολύ
απ’ όλα θυμάμαι εκείνα τα Χριστούγεννα: το κρύο, τη ζεστασιά, τις μυρωδιές και
την αγάπη που χωρούσε μέσα σε ένα φτωχικό σπίτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου