Η Δευτέρα, 15 Σεπτεμβρίου 2025, ήταν από εκείνες τις
μέρες που μοιάζουν συνηθισμένες, κι όμως κρύβουν μέσα τους μια υπόσχεση
ξεχωριστή. Όταν έπεσε το βράδυ και άναψαν τα φώτα στην αυλή της ταβέρνας
«Κυρατσούλα», εννέα πρώτα ξαδέρφια της οικογένειας Βαγγελού – Χριστάκου
μαζεύτηκαν, μετά από χρόνια, γύρω από ένα κοινό τραπέζι.
Η Βάσω, ο Στέλιος, ο Κώστας, ο Δημήτρης, ο Αντώνης, η
Ντίνα, η δεύτερη Βάσω, η Σπυριδούλα και ο πάτερ Σπυρίδων, μαζί με τους συζύγους
και τα παιδιά τους, έφτασαν σιγά-σιγά, άλλοι με βιαστικό χαμόγελο, άλλοι με
συγκίνηση που δεν μπορούσαν να κρύψουν. Έμοιαζε σαν το χθες να είχε μείνει
κλειδωμένο σε ένα σεντούκι και τώρα, με το ξεκλείδωμα αυτής της βραδιάς, να
ξεχύνονταν ξανά οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα γέλια, οι φωνές του παρελθόντος.
Το μεγάλο τραπέζι στρωμένο με λευκό τραπεζομάντηλο
ήταν έτοιμο να φιλοξενήσει όχι μόνο φαγητά και ποτά, αλλά και μνήμες. Οι
σερβιτόροι έφερναν σαλάτες με ντομάτα και φέτα, τυριά, ζεστό ψωμί, μεζέδες, κι
έπειτα οι κανάτες με το κρασί και τις μπύρες έκαναν τον γύρο τους, γεμίζοντας
τα ποτήρια και προετοιμάζοντας το έδαφος για την κουβέντα.
Τα πρώτα τσουγκρίσματα ακολούθησαν. Το ποτήρι του
πάτερ Σπυρίδωνα υψώθηκε με ευχή:
—«Στην αγάπη που μας κρατά ενωμένους. Στους προγόνους μας που μας βλέπουν από
ψηλά, και στα παιδιά μας που συνεχίζουν».
Ήταν σαν να ακούστηκε μια κρυφή φωνή συμφωνίας από
όλους.
Η κουβέντα απλώθηκε γρήγορα, κι ο καθένας είχε κάτι να θυμηθεί. Ο Στέλιος μοίρασε παλιές φωτογραφίες από την παιδική ηλικία και μίλησε για τα καλοκαίρια που μαζεύονταν όλοι στο χωριό, για τις μηχανές που έδεναν μπάλες το τριφύλλι. Η Σπυριδούλα θυμήθηκε την παιδική της ηλικία σε μια φωτογραφία που μοιράστηκε στην παρέα. Και η Βάσω, με μια αδιόρατη συγκίνηση, έφερε στην κουβέντα τον παππού και τη γιαγιά, πώς τους κοίταζαν πάντα καθισμένοι στο κατώφλι, σαν να μετρούσαν όχι μόνο τα χρόνια αλλά και τα παιδιά τους, τα εγγόνια, όλο το μέλλον της οικογένειας.
Κάποια στιγμή, η κουβέντα πήρε άλλον δρόμο. Ο Αντώνης,
σηκώνοντας το ποτήρι του, είπε:
—«Για να δούμε, πόσα παιδιά έχουμε όλοι μαζί;»
Ακολούθησαν αριθμοί, γέλια, διορθώσεις. Τα μέτρησαν
προσεκτικά, σαν να έκαναν απογραφή θησαυρών. Και μετά, σαν φυσικό επόμενο,
ήρθαν οι αριθμοί των εγγονιών. Εκεί γέλασαν περισσότερο, μα και συγκινήθηκαν.
Γιατί κάθε παιδί, κάθε εγγόνι, ήταν συνέχεια της ίδιας ιστορίας, καρπός της
ίδιας ρίζας.
Ο πάτερ Σπυρίδων χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα του και
είπε:
—«Δεν είναι μόνο τα χρόνια που μετράμε. Είναι τα χρόνια της αγάπης. Αυτό είναι
που μένει».
Σιγή απλώθηκε για μια στιγμή, σαν να έπεσε ένα αόρατο
πέπλο που σκέπασε όλο το τραπέζι. Κι ύστερα ξέσπασε ξανά το γέλιο, οι ιστορίες,
η ζεστασιά.
Η ώρα κύλησε σαν νερό. Τα παιδιά παρατηρούσαν, άλλοτε
γελώντας, άλλοτε κοιτάζοντας με απορία τους μεγάλους που μιλούσαν για εποχές
που εκείνα δεν γνώρισαν. Οι σύζυγοι συμμετείχαν κι αυτοί, συμπληρώνοντας
λεπτομέρειες, χαρίζοντας στο παζλ της μνήμης νέα κομμάτια.
Όταν το φαγητό έφτασε στο τέλος του και οι κανάτες
είχαν σχεδόν αδειάσει, η βραδιά πήρε έναν πιο ήσυχο τόνο. Ο ουρανός, γεμάτος
αστέρια, έμοιαζε να σκύβει πάνω από την παρέα, σαν να ήθελε κι αυτός να ακούσει
τις ιστορίες τους.
Κάποια στιγμή, στάθηκαν όλοι όρθιοι για μια
φωτογραφία. Κάτω από το μεγάλο δέντρο, με τα φύλλα του να θροΐζουν πάνω τους,
έσφιξαν ο ένας τον άλλον στους ώμους. Ένα στιγμιότυπο που δεν έπιανε μόνο
πρόσωπα, αλλά και δεσμούς, ιστορία, υπόσχεση.
—«Να μην το αφήσουμε πάλι να περάσουν τόσα χρόνια»,
είπε η Ντίνα.
—«Να δώσουμε λόγο, να ξαναβρεθούμε», πρόσθεσε ο Κώστας.
—«Το 2030», είπε η ΄Σπυριδούλα μ’ ένα αποφασιστικό ύφος. «Να είναι πέντε χρόνια
κι όχι τριάντα».
Ένα-ένα τα κεφάλια έγνεψαν. Ήταν συμφωνία σιωπηλή αλλά
ισχυρή. Το νέο ραντεβού είχε κλειστεί.
Καθώς η βραδιά έσβηνε και οι πρώτες παρέες άρχισαν να
αποχωρούν, όλοι είχαν την ίδια αίσθηση: πως αυτό το αντάμωμα δεν ήταν απλώς μια
έξοδος, αλλά μια τελετουργία. Ένας τρόπος να θυμηθούν ποιοι είναι, από πού
έρχονται και πού πηγαίνουν. Γιατί η οικογένεια δεν είναι μόνο το αίμα που κυλά
στις φλέβες· είναι οι ιστορίες που ξαναλέγονται, τα γέλια που επαναλαμβάνονται,
οι υποσχέσεις που κρατιούνται.
Κι έτσι, η βραδιά στην «Κυρατσούλα» έκλεισε με μια γλυκιά σιωπή. Κανείς δεν ήθελε να φύγει, κι όμως όλοι έφευγαν με κάτι παραπάνω στην ψυχή τους: τη βεβαιότητα ότι οι ρίζες, όσο κι αν σκορπίζουν τα κλαδιά, πάντα ξαναβρίσκουν τρόπους να συναντηθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου