Κόντευαν
τα Χριστούγεννα κι ου Βασίλ’ς, ξύπνησε χαραή, χαραή κι έφερνε τρώιρα στη ρούγα.
Ετοιμάζονταν να σφάξει του γρούνι. Πήγαινε παν’- κατ’ ούλη την ώρα και σαν να
κούτσαινε λιγάκι ο έρμος, τράβαγε για το κουμάσι.
Τον
είδε ο Νάσιους και τον ρώτησε:
-Ο
ξάδελφε, τι έπαθες και πας κούτσα-κούτσα σαν του κουτσό το γουμάρι;
-Άσε
με αξάδελφε, είδα στον ύπνο μ’ απόψε ότι πάτσα ένα καρφί.
-Καλά
βρε χαμένε δεν φορούσες παπούτσια; του λέει ου Νάσιους.
-Όχι,
δεν φορούσα, λέει ου Βασίλ’ς.
-Εμ
άμα κοιμάσαι ξυπόλτους, βρε χαμένε, καλά να πάθ’ς τότε, τα θέλει ου κώλους σ’
μου φαίνεται. «Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πουδάρια» λέει η παροιμία… Κι συ
έτσι όπως πας, σε λίγο δεν θάχεις ούτε πουδάρια…, του λέει ου Νάσιους,
σκάζοντας στα γέλια.
-Καλά
ξάδελφε κι εσύ μην κομπάζεις, ποιος τόχασε το μυαλό να του βρεις εσύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου