Όταν
κάποτε το δροσερό αεράκι έφερε μέσα στο χωριό τους τη μυρωδιά της βενζίνης και
του καμένου λάστιχου, όλοι νόμισαν ότι τους καλούσε η ελευθερία και η πρόοδος.
Μεθυσμένοι από ευτυχία και χαρά μάζεψαν τα λιγοστά τους πράγματα, εγκατέλειψαν
τα σπίτια τους και τα χωράφια τους και έγιναν ανειδίκευτοι εργάτες στην μεγάλη
πολιτεία. Νοίκιασαν κάτι ανήλιαγα υπόγεια και κάτι χαμόσπιτα, στο πίσω μέρος
κάποιας αυλής κι άρχισαν να ζουν το όνειρό τους. Αγόρασαν ψυγείο, ράδιο και
πλαστικές κουβέρτες για να σκεπάζονται τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Έπιασαν δουλειά
σε κάποιο εργοστάσιο ή στις οικοδομές, έγιναν θυρωροί, υπάλληλοι του δήμου και
ένιωσαν για τα καλά αυτό που τους έλεγαν παλιά: «μεροδούλι - μεροφάι».
Τα
σαββατοκύριακα δούλευαν και σε κάτι άλλες δουλειές, για να τους μένει και κάτι
και να το βάζουν στην άκρη. Δουλεύοντας σαν τα σκυλιά μέρα και νύχτα, έκαναν
οικονομίες, πήραν δάνεια, απέκτησαν δικό τους σπίτι και αυτοκίνητο, σπούδασαν
τα παιδιά τους και νόμιζαν ότι είναι ευτυχισμένοι. Τα παιδιά τους μόλις ένιωσαν
ότι μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους, λάκισαν πολύ μακριά από αυτή τη σφαγή.
Μετανάστευσαν σε άλλα κράτη, πολύ μακριά και τους άφησαν ολομόναχους να
κουβαλήσουν τα γηρατειά τους. Για να νιώθουν λίγο ζωντανοί και να παίρνουν αέρα
θυμήθηκαν τα ερειπωμένα σπίτια τους πίσω στο χωριό. Γύρισαν λοιπόν, τα
έφτιαξαν, τα περιποιήθηκαν και κάθε σαββατοκύριακο γυρνούσαν πίσω σε αυτά και άναβαν
το τζάκι.
Πολλοί
είχαν αποφασίσει ότι θα έπαιρναν σύνταξη, να γυρίσουν πίσω σε αυτά και να
ζήσουν εκεί, ώσπου να κλείσουν τα μάτια τους…
Του
Γιώργου Μανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου