Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Η εξομολόγηση του Χρυσόστομου (Διήγημα του τόπου μας)

 

Είχε μπει για τα καλά το καλοκαίρι, και οι μέρες έκαιγαν με τον ήλιο να σκαρφαλώνει κατακόρυφα στον ουρανό. Οι καβαλάρηδες, τρεις στον αριθμό, είχαν ξεκινήσει από τα χωριά του Κόζιακα, όπως κάθε χρόνο, για να κατηφορίσουν προς το Βαλτινό. Τα άλογα, μαυρισμένα από τον ιδρώτα, κάλπαζαν αργά μέσα από τα μονοπάτια, σέρνοντας μαζί τους την κουρασμένη αντρεία των αναβατών τους. Ήταν άντρες σκληροί, από εκείνους που δεν λογαριάζουν ούτε νόμους ούτε Θεό, μονάχα τη δύναμη του όπλου και του σπαθιού.

Το σούρουπο τους βρήκε να διασχίζουν τον δρόμο προς το χωριό, όταν ξαφνικά, μπροστά τους, φάνηκε να προχωρά μια νέα κοπέλα. Μόνη, με χαμηλωμένο βλέμμα και βήμα βιαστικό, η μορφή της έμοιαζε σχεδόν απόκοσμη μέσα στο λιγοστό φως του δειλινού. Οι καβαλάρηδες δεν άργησαν να «σταυρώσουν» τον δρόμο της — την εγκλώβισαν ανάμεσά τους, και, εκμεταλλευόμενοι την ερημιά της ώρας και την απουσία μαρτύρων, ακολούθησαν το σκοτεινότερο μονοπάτι της ανθρώπινης φύσης. Τη βίασαν χωρίς οίκτο, με τον πιο άγριο και απάνθρωπο τρόπο.

Μα τα ζωώδη ένστικτά τους δεν ικανοποιήθηκαν. Ένας απ’ αυτούς έβγαλε μαχαίρι και, γελώντας, έκοψε τα μακριά μαλλιά της κοπέλας, τα οποία οι άλλοι δύο μάζεψαν σαν λάφυρο – σαν τρόπαιο της ντροπής και της κτηνωδίας τους. Οι «κοσιάνες» της, όπως τις έλεγαν, έγιναν το πιο βαρύ σύμβολο της ατίμωσης.

Τέτοια περιστατικά, δυστυχώς, δεν ήταν σπάνια την εποχή εκείνη. Το 1920, στην ύπαιθρο της Θεσσαλίας, η βία των ισχυρών περνούσε συχνά απαρατήρητη και, ακόμη χειρότερα, ατιμώρητη. Όταν η κοπέλα έφτασε στο σπίτι της, σε άθλια κατάσταση, με τα ρούχα σκισμένα, το κορμί πληγωμένο και την ψυχή ματωμένη, δεν χρειάστηκε να πει πολλά. Ο τρόμος στα μάτια της, οι λυγμοί και τα ξεριζωμένα μαλλιά της μιλούσαν από μόνα τους. Όμως, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει. Δάκρυα και λόγια μπλέχτηκαν καθώς διηγήθηκε στην οικογένειά της τον εφιάλτη.

Στο φτωχικό σπίτι, που μέχρι τότε γνώριζε τη γαλήνη και τον αγώνα της επιβίωσης, η ατίμωση έσκασε σαν κεραυνός. Η ντροπή κάθισε βαριά στις ψυχές όλων. Ο φόβος και ο θυμός πάλευαν μέσα τους, με τον τελευταίο να φουντώνει περισσότερο στον Χρυσόστομο, τον μεγαλύτερο αδερφό της κοπέλας. Ήταν άντρας λιγομίλητος, μα με μάτια που έβγαζαν σπίθες και χέρια που είχαν μάθει από νωρίς να κρατούν το όπλο, όχι για επίδειξη, αλλά για επιβίωση και, όταν χρειαστεί, για δικαιοσύνη.

Το επόμενο πρωί, χωρίς πολλές κουβέντες, ο Χρυσόστομος πήρε το ντουφέκι του και ξεκίνησε για τη Μεριά. Ήξερε καλά ποιοι ήταν οι δράστες. Τους γνώριζε από παλιά, ήξερε τις φαμίλιες τους, ήξερε τα πρόσωπά τους και τις κακές τους συνήθειες. Δεν είχε σκοπό να περιμένει την αστυνομία ή τη δικαιοσύνη των χαρτιών. Η τιμή της οικογένειάς του, η αξιοπρέπεια της αδελφής του, δεν μπορούσαν να μείνουν αδικαίωτες.

Τους βρήκε στα αλώνια, να πίνουν τσίπουρο και να γελούν τραχιά, σαν να μη συνέβη τίποτα. Τους πλησίασε ήρεμα, μα το βλέμμα του έκαιγε. Τους ζήτησε το λόγο.

Εκείνοι, θρασείς όπως πάντα, τον περιγέλασαν. Του είπαν να καθίσει φρόνιμα, αλλιώς θα τον σκότωναν. Τον απείλησαν, χωρίς να ξέρουν πως ο άντρας που είχαν απέναντί τους δεν είχε πια τίποτα να χάσει. Ο Χρυσόστομος δεν μίλησε άλλο. Έβγαλε το όπλο του και άρχισε να πυροβολεί.

Ο πανικός σκορπίστηκε γύρω του. Οι τρεις άντρες έτρεχαν να προφυλαχτούν, μα το μίσος του ήταν γρήγορο και το βόλι του ακριβές. Ο ένας σωριάστηκε καταγής, χτυπημένος θανάσιμα. Οι άλλοι δύο, χωρίς να τολμήσουν να γυρίσουν πίσω, κατάφεραν να ανέβουν στα άλογά τους και να εξαφανιστούν.

Ο Χρυσόστομος πλησίασε το πτώμα χωρίς δισταγμό. Έσκυψε, έψαξε το σακάκι του νεκρού και, όπως περίμενε, βρήκε εκεί τις κοσιάνες — τις χαμένες μπούκλες της αδερφής του. Τις πήρε στα χέρια του και τις κοίταξε για μια στιγμή, σαν να μετρούσε το βάρος τους. Ήταν ελαφριές, κι όμως βαρύτερες από μολύβι. Τις έφερε πίσω στην αδερφή του, χωρίς να πει κουβέντα. Ήταν ο δικός του τρόπος να δηλώσει πως η τιμή του σπιτιού είχε αποκατασταθεί, πως το άδικο δεν θα μείνει ατιμώρητο.

Ύστερα, χωρίς καθυστέρηση, βάδισε προς την εκκλησία. Στα χέρια του κρατούσε το όπλο, όχι πια σαν απειλή, αλλά σαν μαρτυρία. Στάθηκε μπροστά στην εκκλησιά και φώναξε με φωνή που ράγιζε πέτρες:

— Παπά Θανάση! Έλα να με εξομολογήσεις! Σκότωσα άνθρωπο!

Εκεί, μπροστά στον Θεό και στους ανθρώπους, ο Χρυσόστομος έβαλε την πράξη του στο φως. Δεν ζήτησε έλεος ούτε συγχώρεση — ζήτησε μονάχα να ακουστεί.

-----------

Κι από ’κεί και πέρα, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ο Χρυσόστομος Μαντέλας, αδερφός του Ηλία Μαντέλα, χάθηκε από τα βιβλία και τις αφηγήσεις με τρόπο που μοιάζει με σκιά. Δεν άφησε απογόνους, και κανείς δεν έμαθε με βεβαιότητα τι απέγινε.

Άλλοι λένε πως συνελήφθη, δικάστηκε και εκτελέστηκε. Άλλοι λένε πως τον έστειλαν στις φυλακές και πέθανε εκεί, ήσυχα και μόνος. Κάποιοι ψιθυρίζουν πως δεν άντεξε το βάρος και έβαλε τέλος στη ζωή του. Υπάρχει και μια τελευταία ιστορία, πιο θλιβερή απ’ όλες: πως τρελάθηκε και τον έκλεισαν σ’ ένα κελί στον Άη Νικόλα, στη Φήκη, εκεί όπου οι χαμένοι άνθρωποι μένουν για πάντα ξεχασμένοι.

Μα όποιο κι αν είναι το τέλος του, ένα πράγμα μένει βέβαιο: ο Χρυσόστομος δεν επέτρεψε να μείνει η αδικία χωρίς απάντηση. Σήκωσε το βάρος μιας πράξης φριχτής, όχι για να πάρει εκδίκηση, μα για να σταθεί όρθιος μπροστά στον εαυτό του και στον Θεό του.

Και ίσως, κάπου ανάμεσα στους ίσκιους των βουνών και στις ιστορίες των παλιών, να υπάρχει ακόμα το αποτύπωμά του – σαν ανάμνηση πικρή, σαν θύμηση μιας εποχής που η τιμή μετρούσε περισσότερο κι απ’ τη ζωή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας