Ἂχ
βροχὴ βροχούλα καθαρὴ
Τὸ τέλος πὼς δὲν φτάνει ποιὸς θαρρεῖ;
Βροχὴ βροχούλα νύχτωσε στρῶσε νὰ κοιμηθεῖς
Κι ὅλα τὰ βάσανα τοῦ κόσμου πάλι νὰ θυμηθεῖς
Στὸ κέλυφος πέσε τοῦ σαλιγκαριοῦ
Στὸ βλέμμα γεῖρε τοῦ παλικαριοῦ
Στὸ γεῖσο ἁπλώσου τῆς κληματαριᾶς
Τὴ μυρωδιὰ ξεσήκωσε τῆς σιταριᾶς
Κι ἀφέσου κι ἐσὺ στάλα λειψὴ μὲς στὸ πρωὶ
Πόνος ἀρχέγονος θλίψης ροὴ
Κι ὕστερα σβῆσε μ’ ἀργὲς σταγόνες καὶ βαριὲς
Πρῶτα πυκνὲς κι ἔπειτα ἀριὲς
Μ’ ἀργὲς σταγόνες γιὰ ν’ ἀκοῦς
Τὰ ξόρκια ποὺ τραγούδαγε ὁ παπποὺς
Τὰ δυὸ νὰ μάθεις μυστικὰ τῆς γῆς
Τὸ ἕνα μυστικὸ τῆς χαραυγῆς
Του
Ηλία Κεφάλα
[Ἀπὸ τὴ συλλογή του «Τὰ μνῆστρα τῆς ἀβύσσου», 2003]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου