Του Ευαγγέλου Σωτ. Στάθη, Φιλολόγου
Όταν
ο ήλιος βασίλευε και άρχιζε να απλώνεται μία γλυκιά μελαγχολία στο χωριό, στο
κήπο και στη ρούγα και να πέφτει η νυχτερινή σιγαλιά, τη σειρά στις λεύκες την
έπαιρναν τα καλακούδια, όσα απ’ αυτά δεν χωρούσαν ή δεν ήθελαν να παν στον
καβαλάρη της στέγης του σπιτιού ή στην καμινάδα του μπουχαρή, κάτιαζαν στη
λεύκα.
Δεν
ξέρω γιατί τα καλακούδια δημιουργούσανε ατμόσφαιρα μελαγχολίας. Ήταν γιατί
μαζεύονται τέτοια ώρα να κουρνιάσουν κι αυτά, γι αυτό και οι φωνές τους ήταν
κάπως παραπονιάρικες; Ήταν το χρώμα τους το μαύρο που έφερνε αυτήν τη
μελαγχολία;
Κι
ύστερα έρχονταν οι νύχτα, η καλοκαιριάτικη νύχτα με το φεγγαράκι ή τα αμέτρητα
αστέρια. Η οικογένεια έπεφτε για ύπνο στη ρούγα, ξεθεωμένη από την κούραση.
Στην ίδια ρούγα και δίπλα δίπλα κοιμούνταν και οι αγελάδες με τους δικούς τους,
καμιά φορά, χαρακτηριστικούς «ήχους και
θορύβους». Όμως τη βαθιά αυτή σιγαλιά έκοβε η κλαψιάρικη φωνή της χουχουιάβας
και πιο πολύ του γκιόνη. Παράξενες και μυστηριώδης φωνές που προκαλούσαν
συγχρόνως και δέος και συμπάθεια,για αυτό και μας άρεζαν και όχι. Από τη μια
μας νανούριζαν, από την άλλη μας δημιουργούσαν ανείπωτο παράπονο και
μελαγχολία. –«Γιατί κάνει έτσι χουχουιάβα
μανιά; γιατί κλαίει τόσο γκιόνης; λες να… -Πλαϊάστε τώρα, δεν είναι τίποτε», έλεγε
καθησυχαστικά η γιαγιά. Και μείς ησυχάζαμε και κοιμόμασταν, η γιαγιά ήξερε τι
έλεγε.
Ύστερα
το φθινόπωρο. Τα φύλλα της λεύκας κιτρίνιζαν και άρχιζαν να πέφτουν μελαγχολικά
μελαγχολικά στη γη. Μ’ ένα μικρό αεράκι έπεφταν χιλιάδες χιλιάδες, μ’ ένα
δυνατό άνεμο εκατομμύρια φύλλα έπεφταν και έκαναν ένα παχύ στρώμα «ως το κότσι».
Είχαμε
πολλές τέτοιες λεύκες, γύρω γύρω στο οικόπεδο, τρεις όμως από αυτές ήταν τεράστιες
σε ύψος και σε χόντρο. Το ύψος τους άγγιζε τον ουρανό και «το χόντρο της» καθεμιάς ήθελαν δύο άντρες να το αγκαλιάσουν. Ήταν
μπροστά στο δρόμο, κοντά στη μεγάλη αμαξ(ι)κή της ρούγας. Και στις τρεις ήταν «γραπατσομένες» κληματαριές σαν και
αυτές που αναφέραμε την προηγούμενη φορά.
Όλοι οι πατεράδες τότε, όταν ήθελαν να τιμωρήσουν τα παιδιά τους για κάποια ζαβολιά, τα κρεμούσαν στο δέντρο της αυλής. «Θα σε κρεμάσω, κερατά», έλεγαν. Το ’λεγαν και τό ’καναν. Ε, λοιπόν, και μας, και τους τρεις μας κρεμούσε ο πατέρας μας από τη λεύκα την πρώτη λεύκα, μας ξεκρεμούσε όμως γρήγορα η μανιά μας. Ήμασταν τυχεροί που είχαμε μανιά, και καλή μανιά.
Αυτά
κι άλλα πολλά θυμάμαι όταν βλέπω τη λεύκα. Όταν ακούω τη λέξη αυτή, το μυαλό
μου πάει στο πατρικό σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Βέβαια, όλα αυτά δεν έχουν
να κάνουν μόνο με τη λεύκα. Ο καθένας μπορεί να έχει τα δικά του βιώματα και
τις δικές του αναμνήσεις, συνδυασμένα με άλλα δέντρα, τον πλάτανο, τη σκαμνιά ή
όποιο άλλο. Αλλά, να, αυτά που αναφέραμε ταιριάζουν περισσότερο με τη λεύκα.
Έτσι καμαρωτή και πανύψηλη όπως ήταν, την προτιμούσαν περισσότερο οι άνθρωποι,
τα πουλιά και η κληματαριά. Πάντως εγώ με τη λεύκα και το σπίτι μου κάνω συνειρμούς,
όπως έκανε ο Καζαντζάκης με τη γαζία και την μάνα του.
Σήμερα,
μην το ψάχνεις. Είναι αδύνατο να βιώσεις τέτοιες οπτικές και ακουστικές εικόνες
και σκηνές. Είδες στην αυλή ή στον κήπο σου καμιά καρακάξα, κάνα καλιακούδι;
έστησες παγίδα στον κήπο σου να πιάσεις «κάναν τσούπο»; άκουσες το χτύπημα της
μύτης του πελεκάνου «τάκα! τάκα! τάκα!
τάκα!» Ενοχλήθηκες στον ύπνο σου από τη λυπητερή φωνή του γκιόνη και της
χουχουϊάβας; Κι ούτε πρόκειται. Δεν θα μας κάνουν το χατήρι ποτέ αυτά τα
πουλιά. Ύστερα και εμείς φροντίσαμε καλά για αυτό. Διώξαμε τα πουλιά αυτά, τα
έδιωξε η τεχνολογία με τα σύρματα της ΔΕΗ, τα διώξαμε και μείς οι ίδιοι
κόβοντας τα δέντρα. Τα δέντρα δεν χρειάζονται τώρα, είναι καλύτερες οι
ημίγυμνες αυλές. Ούτε τον ίσκιο τους δεν θέλουμε.
Έχουμε
τις τέντες, τα στέγαστρα και κάτι ψεύτικα κιόσκια. Εξάλλου, τώρα είμαστε και «πολιτισμένοι». Δεν κάθονται τώρα στις
αυλές ο κόσμος, μαζεύονται μέσα, παρέα με τη μοναξιά και την πλήξη της
τηλεόρασης. Ύστερα η λεύκα ή ο πλάτανος είναι παλιακά δέντρα. Τώρα βάζουν
φοίνικες, κυπαρίσια, μανόλιες, «άκου
μανόλιες!!»
Ναι,
αλλά τα πουλιά δεν θέλουν να τραγουδήσουν στους φοίνικες, τα καλιακούδια δεν
είναι θαλασσοπούλια, τα πελεκάνια τη θέλουν ψηλά τη φωλιά τους και το κλίμα δεν
μπορεί ή δεν θέλει να γραπατσωθεί σε τέτοια δέντρα.
Γι’
αυτό και μείς οι μεγαλύτεροι είμαστε σαν χαμένοι, οι κακόμοιροι. Γιατί δεν
μπορούμε να πιστέψουμε πού γεννηθήκαμε, πως μεγαλώσαμε και πώς ζούμε τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου