Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

«Της μιας πεντάρας νιάτα»

Διήγημα του Χρήστου Γκίμτσα

 

Το πόσο αγαπήθηκαν αυτά τα δύο παιδιά, δεν μπορούσε κανείς να το περιγράψει.
Στο Τ.Ε.Ι. για μηχανικός στα αυτοκίνητα σπούδαζε αυτός, στο Ι.Ε.Κ. για κομμώτρια εκείνη.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια μέσα στην καφετέρια και αυτό ήταν. Κάτι σαν θαύμα.
Μάζεψε όσο κουράγιο μπόρεσε και σαν μαγεμένος την πλησίασε.
«Πως σε λένε;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Πόπη» του απάντησε. Αργότερα έμαθε πως έβγαινε από το Καλλιόπη.
«Εσένα;»
«Γρηγόρη. Στο Τ.Ε.Ι. πηγαίνω» συμπλήρωσε μετά από αρκετή σιωπή, έτσι για να μην στέκεται σαν μουγκός.
Από τότε δεν χώρισαν ούτε μία ημέρα.

Μικροκαμωμένο κορίτσι ήταν η  Καλλιόπη, με δυο μικρά ματάκια που όταν κοιτούσε τον Γρηγόρη, γίνονταν διπλάσια.
Μικρόσωμος και ο Γρηγόρης, έτσι που όταν περπατούσαν αγκαλιασμένοι στον δρόμο, ιδίως όταν έκανε κρύο, ίσα, ίσα που συμπλήρωναν ένα κανονικό κορμί.
Ορκίστηκαν πως δεν θα χώριζαν ποτέ. Πως θα ήταν ο ένας για τον άλλο, ο μοναδικός έρωτας. Έτσι έλεγαν και έτσι ένοιωθαν.

Όταν το έμαθαν οι δικοί τους, είπαν, παιδιά είναι θα τους περάσει. Μόνο που δεν τους πέρασε.

Όταν ο Γρηγόρης τέλειωσε το Τ.Ε.Ι. χώρισαν, ο τρόπος του λέει, μέχρι να ξεμπερδέψει εκείνος με το στρατιωτικό και να βρει δουλειά στο συνεργείο ενός γνωστού, στην μικρή πόλη απ’  όπου καταγόταν.
Φιλότιμος ήταν, όρεξη για δουλειά είχε, έπιανε το χέρι του, έκοβε και το μυαλό του και γι’ αυτό έγινε γρήγορα ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, στο συνεργείο.

Κάποια μέρα είπε στους δικούς του, πως θα έφερνε κοντά του και την Πόπη να ζήσουν μαζί και μόλις θα μπορούσαν, θα παντρευόταν.
Δεν τους είδε όμως να το καλοδέχονται το νέο.
«Και πως θα την ταΐσεις, πως θα ζήσετε;» τον ρώτησε ο πατέρας του. «Αυτά που βγάζεις δεν φτάνουν για σένα…»
«Θα δουλέψουμε» του απάντησε. Και ήθελαν, δεν ήθελαν οι δικοί του αυτός την έφερε κοντά του και εγκαταστάθηκαν σε μία μικρή γκαρσονιέρα.
Η μάνα της από την άλλη μεριά, φαγώθηκε.
«Πάει χαμένο το κορίτσι. Αυτά δεν έχουν έχουν δεύτερο βρακί, τι γάμο θέλουν ;»

Όμως ο Γρηγόρης και η Καλλιοπίτσα κράτησαν τον όρκο τους, πως δεν θα χώριζαν ποτέ.
Πικράθηκαν οι δικοί τους και όχι μόνο δεν τους βοήθησαν αλλά τους έκοψαν και την καλημέρα.

Πέρασε λίγος καιρός και δεν άργησε να βρει και η Πόπη δουλειά σε ένα  κομμωτήριο και έτσι όπως ήταν καλή και ευγενική κατάφερε να κάνει την προσωπική της πελατεία. Τύπωσε μάλιστα και κάρτες  με το τηλέφωνό της, για να μπορούν να την βρίσκουν εύκολα.
Έτσι λοιπόν, κουβαλώντας ένα μικρό βαλιτσάκι με τα απαραίτητα, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι  και χτένιζε όσες δεν ήθελαν να πάνε στο κομμωτήριο.

Κάπως έτσι άρχισαν να στέκονται στα πόδια τους και να νοιώθουν κάποια σιγουριά. Αγόρασαν μερικά έπιπλα και γέμισαν την μικρή γκαρσονιέρα, ξανοίχτηκαν λίγο στα έξοδα, άνοιξαν ένα λογαριασμό σε τράπεζα για να μαζεύουν ότι περίσσευε και άρχισαν να μιλάνε για γάμο.

Ένα βράδυ καθώς κοιμόντουσαν αγκαλιασμένοι, του ψιθύρισε στο αυτί, σχεδόν ένοχα:
«Έχω καθυστέρηση…»
«Τι σημαίνει αυτό;» απάντησε απορημένος.
«Μπορεί να είμαι έγκυος. Να πάμε σε γιατρό..»
Πήγαν. Ήταν έγκυος.
Δεν ενθουσιάστηκαν, δεν χάρηκαν. Απεναντίας, τρόμαξαν.
Γύρισαν στο σπίτι και η Πόπη άρχισε να κλαίει. Το συζήτησαν. Πως θα μπορούσαν να αντέξουν την ύπαρξη ενός παιδιού; Δεν ένοιωθαν ούτε έτοιμοι ούτε ικανοί ακόμα. Και ποιος θα τους βοηθούσε; Από τους δικούς τους, ούτε κουβέντα. Δεν περίμεναν τίποτα.
Όσο και αν το συζητούσαν τις επόμενες ημέρες, δεν κατέληγαν κάπου. Έμενε μόνο η Πόπη να πνίγεται στο βουβό κλάμα  και ο Γρηγόρης να την αγκαλιάζει και να την παρηγορεί αμήχανος.
«Μην κλαις. Μου σπαράζεις την ψυχή. Δεν ήλθε και η καταστροφή του κόσμου…»

Όταν ξαναπήγαν στον γιατρό, το είχαν αποφασίσει. Η μάλλον η Πόπη το είχε αποφασίσει. Ήταν τρομαγμένη. Δεν ένοιωθε ικανή να γεννήσει και να μεγαλώσει ένα παιδί χωρίς καμιά βοήθεια.

Όταν γύρισαν στο σπίτι, ήταν δύο κουρελιασμένες ψυχές. Η Πόπη με πρησμένα μάτια από το κλάμα και την ταλαιπωρία και ο Γρηγόρης δίπλα της να προσπαθεί να την παρηγορήσει και να της δώσει κουράγιο.
«Όλα θα διορθωθούν με τον καιρό, θα δεις. Θα κάνουμε πολλά παιδιά και θα τα αγαπάμε πολύ.  Κι εγώ εδώ θα είμαι πάντα, δίπλα σου, όπως ορκίστηκα».

Αργά το βράδυ, η Καλλιοπίτσα σταμάτησε για λίγο το κλάμα της, γύρισε και τον κοίταξε με τα κατακόκκινα μικρά της μάτια και του είπε:
«Γρηγόρη, τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν, πάνε στον παράδεισο, έτσι δεν είναι;»

 

(Χαρισμένο στην γενιά των 850 ευρώ μηνιαίως, μεικτά)



Κράτα το χέρι μου σφιχτά

Εδώ στου κόσμου τ’ ανοιχτά

Και στης ζωής τη στράτα

Και στης ζωής τη στράτα

 

Σπουργίτια μέσα στο βοριά

Πήραμε την ανηφοριά

Με μιας πεντάρας νιάτα

Με μιας πεντάρας νιάτα

 

Έχει ο Θεός κι η Παναγιά

Θα δούμε λίγη ξαστεριά

Μες στης ζωής τη στράτα

Μες στης ζωής τη στράτα

 

Βάλτο καλά μες στην καρδιά

Πώς θα `ρθει και η καλοκαιριά

Με μιας πεντάρας νιάτα

Με μιας πεντάρας νιάτα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας