Πάνω
στο παλιό υδραγωγείο του χωριού, έρχεται κάθε άνοιξη ένα ζευγάρι πελαργών. Από
μακριά ακούω το πέταγμά τους.
Πάω κοντά και βλέπω την αγάπη τους. Εκείνος την ταΐζει
στο στόμα. Εκείνη ζεσταίνει τα τρία παιδιά τους. Ύστερα αλλάζουν. Η πελαργίνα
κάνει ένα μακρινό πέταγμα ευτυχίας. Εκείνος παίρνει τη θέση της, αγκαλιάζοντας
τα παιδιά τους. Σηκώνουν και τα τρία μαζί το τρυφερό ράμφος στο θεό. Εκείνη
γυρίζει μ' ένα κλαδί ελιάς στο στόμα της. Το εναποθέτει στο σπίτι τους. Η
πατρίδα τους είναι το σπίτι τους. Και η αγάπη τους.
Κάποτε κάποιος τους πείραξε το σπίτι. Ο πελαργός του άνοιξε μια τρύπα στο κεφάλι. Οι συγχωριανοί του την έκλεισαν με μια τάπα κόκκινη. Ούτε στον γιατρό δεν τον πήγαν τον νοικοκύρη. Τώρα είναι ο τρελός του χωριού.
Η φωλιά των πελαργών είναι ιερό, κανείς δεν μπορεί να την αγγίξει.
Κάθε απόγευμα έρχονται βόλτα στο χωράφι. Πότε ο ένας πότε ο άλλος. Ποτέ δεν αφήνουν μόνα τα παιδιά τους. Εκείνα μόλις βγάλουν φτερά θα τα μαδήσουν να ζεσταίνουν τις νύχτες των γονιών.
Κάποτε κάποιος τους πείραξε το σπίτι. Ο πελαργός του άνοιξε μια τρύπα στο κεφάλι. Οι συγχωριανοί του την έκλεισαν με μια τάπα κόκκινη. Ούτε στον γιατρό δεν τον πήγαν τον νοικοκύρη. Τώρα είναι ο τρελός του χωριού.
Η φωλιά των πελαργών είναι ιερό, κανείς δεν μπορεί να την αγγίξει.
Κάθε απόγευμα έρχονται βόλτα στο χωράφι. Πότε ο ένας πότε ο άλλος. Ποτέ δεν αφήνουν μόνα τα παιδιά τους. Εκείνα μόλις βγάλουν φτερά θα τα μαδήσουν να ζεσταίνουν τις νύχτες των γονιών.
Οι πελαργοί πεθαίνουν ο ένας για τον άλλον.
Γι’ αυτό πετάνε ψηλά.
Του
Κώστα Κοτρώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου