Του Χάρη Αγγελή
Τα
καλοκαίρια, τις Δευτέρες, ο πατέρας ξυπνούσε πολύ πρωί. Ετοίμαζε τη γουμάρα για
το παζάρι. Της έδινε χορτάρι στεγνό να φάει, της έβαζε στη συνέχεια το σαμάρι και
περίμενε τη μάνα να φορτώσουν τις κάσες με τα γουρουνάκια, τα αυγά και τις
κότες για το παζάρι.
Από
τη φασαρία ξυπνούσα κι εγώ, έβγαινα για κατούρημα. Μετά παρατηρούσα το χάραμα της
ημέρας. Καθόμουν ανακούρκουδα, ακουμπούσα τον αγκώνα του χεριού μου στο γόνατο
και με την παλάμη κρατούσα το σαγόνι. Αυτή ήταν η προσφιλής μου στάση κάθε φορά
που χάζευα απορροφημένος την ομορφιά της φύσης και άφηνα τον ρυθμό της να
χαϊδεύει τις αισθήσεις μου.
Τα
κοκόρια αυτή την ώρα λες κι έβαζαν συνηργιά, ποιο θα λαλήσει δυνατότερα και
καλύτερα. Ο αέρας αφράτος και δροσερός τύλιγε τα γυμνά μέλη του σώματος και
άφηνε την απαλότητά του.
Μυρουδιές απίθανες, ανακατωμένες με την καλοκαιρινή
αύρα του κάμπου, κατέβαιναν με την ανάσα και εμψύχωναν τη ζωή.
Πριν
ακόμα να φανεί ο ήλιος έστελνε τα χρώματα της χαραυγής να συμπληρώσουν την
ομορφιά του κόσμου. Τα ΄παιρναν τα λιγοστά και αραιά σύννεφα ψιλά και τα κρατούσαν
για να τα δείξουν στους ταξιδιώτες και να τους θυμίζουν πόσο όμορφο είναι να
ζει κανείς, έστω και πεινασμένος!
Δεν
ξέρω αν όλα αυτά τα έβλεπαν και τα χαίρονταν και οι γονείς μου, γιατί ήταν πολύ
απασχολημένοι με τις δουλειές τους. Εγώ πάντως πιστεύω ότι ο θεός είναι πολύ
«μάστορας».
Ησυχία
απέραντη, σπασμένη κατά διαστήματα από τους λάλους των πετεινών, τα γαυγίσματα
των σκυλιών και τα πρωινά τριζόνια.
Τα
κάρα φορτωμένα με πραμάτεια για το παζάρι, έτριζαν πέρα στη δημοσιά, πατώντας
πότε σε πέτρες και πότε σε λακκούβες. Τα μουλάρια από τα ορεινά χωριά,
φορτωμένα πράματα ακολουθούσαν κι αυτά την πορεία τους και συμπλήρωναν το
σκηνικό. Κι εκείνοι οι άνθρωποι, με τα χαρακωμένα πρόσωπα και τα σκούτινα
ρούχα, πάντα χαμογελαστοί και πρόσχαροι, μύριζαν από μακριά φτέρη, κάστανο και
έλατο.
Τα
πουλιά άρχιζαν τον αγώνα της επιβίωσης και τα ζώα δεμένα στα παλούκια σε
κοίταζαν στα μάτια. Νηστικά και διψασμένα από το πέρασμα της νύχτας ήθελαν να
διώξουν την πείνα τους.
Όλος
ο κόσμος στο πόδι! Μόνο τα έντομα και τα ερπετά περίμεναν τον ήλιο. Κι όταν
αυτός φαίνονταν κατακόκκινος και μεγάλος
σαν χάλκινο ταψί, άνοιγαν πιο πολύ και τα μάτια τα δικά μου. Το γάλα φούσκωνε
στην πυροστιά, έτρωγα την τριψάνα και έλυνα τα γελάδια απ’ τα παλούκια.
«Άντε
να φάτε κι εσείς το χορταράκι σας, να το κάνετε γάλα και μοσχαράκια» έλεγα από
μέσα μου. Έπαιρνα μεγάλη ικανοποίηση όταν φούσκωναν οι κοιλιές των αγελάδων από
το πολύ φαί. Τις έβλεπα ευχαριστημένες και χαιρόμουν κι εγώ. Ήμασταν βλέπεις μια οικογένεια. Μέρα
– νύχτα μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου