Μια
φορά κι έναν καιρό, στο Βαλτινό, οι άνθρωποι ζούσαν ήρεμα, με το χώμα να τους
θρέφει και τον ουρανό να τους σκεπάζει. Ένα φθινοπωρινό πρωί, μετά από μια
ολονύχτια καταιγίδα, ξύπνησαν και βρήκαν το χωριό τους μούσκεμα μέχρι το
κόκαλο. Τα σπίτια είχαν πάρει νερά, οι δρόμοι είχαν γίνει ρυάκια και τα χωράφια
έμοιαζαν με μικρές λίμνες.
Ο
θυμός δεν άργησε να φουντώσει.
- Δεν πάει άλλο! φώναξαν οι κάτοικοι στην πλατεία.
- Κάποιος πρέπει να πληρώσει για το κακό που μας βρήκε!
Και
καθώς γύριζαν το βλέμμα τους τριγύρω, είδαν τις στάλες που ακόμη έσταζαν από
τις στέγες, τον Παλιοπόταμο που γουργούριζε πιο φουσκωμένος από ποτέ και το
Νερό που κυλούσε μέσα στα σοκάκια σαν να μην είχε φρένο.
Αποφάσισαν
λοιπόν, σε μια παράξενη σύμπνοια θυμού, να κατηγορήσουν τη Βροχή, το Νερό και
τον Παλιοπόταμο. Κι επειδή στο Βαλτινό όλα μπορούν να συμβούν, ιδίως όταν η
αλληγορία ζητά να γίνει ιστορία, έστησαν ένα πραγματικό δικαστήριο για τη Δίκη
της Μεγάλης Πλημμύρας.
Η
Δίκη Αρχίζει
Ο
δικαστής ήταν ένας γέρος πλάτανος, σοφός όσο λίγοι. Στεκόταν στο κέντρο της
πλατείας, με τα κλαδιά του ανοιχτά σαν αγκαλιά και τα φύλλα του να ψιθυρίζουν
αποφθέγματα που είχε μάθει από τους ανέμους.
-
Η δίκη αρχίζει, είπε με βροντερή φωνή.
- Πρώτη κατηγορούμενη: η Βροχή. Τι έχεις να πεις για τις πράξεις σου;
Η
Βροχή, μια γκρίζα κυρία με φόρεμα από σύννεφα και πέπλο από υδρατμούς, στάθηκε
μπροστά.
-
Σεβαστέ δικαστή, άνθρωποι του Βαλτινού, είπε απαλά, εγώ πάντα το ίδιο
κάνω: πέφτω από τον ουρανό, δίνω ζωή στη γη, δροσίζω τα δέντρα, γεμίζω τα
πηγάδια. Δεν είχα πρόθεση να σας κάνω κακό.
-
Μα έριξες πολύ νερό! φώναξε ένας χωρικός.
- Ασύστολα! πρόσθεσε μια γριά.
Η
Βροχή ανασήκωσε το σύννεφο-ώμο της.
- Δεν έριξα περισσότερο επειδή το ήθελα. Η κλιματική αλλαγή με αναγκάζει. Οι
άνεμοι είναι αλλοπρόσαλλοι, οι θερμοκρασίες παράξενες. Με σπρώχνουν και με
αναποδογυρίζουν. Ρωτήστε το Νερό. Αυτό ας σας πει πώς βρέθηκε τόσο πολύ και
τόσο απότομα εδώ.
Το
Νερό στο Βήμα
Το
Νερό, ένα αγόρι διάφανο με κυματιστά μαλλιά, ανέβηκε στο βήμα και έσταξε έναν
αναστεναγμό.
-
Εγώ πάντα ακολουθώ τον δρόμο μου, είπε. Από το βουνό κατηφορίζω στο
χωριό, περνώ μέσα από το χώμα που με πίνει σιγά-σιγά και έπειτα βρίσκω τον
Παλιοπόταμο και τον συντροφεύω μέχρι πέρα μακριά. Δεν άλλαξα τίποτα. Το έδαφος
όμως δεν με πρόλαβε αυτή τη φορά. Ήμουν πάρα πολύς, πάρα πολύ γρήγορος. Ήμουν
σαν να με κυνηγούσε κάποιος.
-
Και σε κυνηγούσε; ρώτησε ο γέρος πλάτανος.
- Ναι, ψιθύρισε το Νερό. Με κυνηγούσε η αλλαγή. Οι άνθρωποι έκοψαν
δέντρα, έστρωσαν τσιμέντα, στέγνωσαν τα ρυάκια. Δεν υπήρχαν τόποι να απλωθώ, να
ησυχάσω. Έτσι έτρεξα, έτρεξα και πλημμύρισα.
Ο
Παλιοπόταμος Απολογείται
Ο
Παλιοπόταμος, κουρασμένος και θολός, στάθηκε μπροστά στο δικαστήριο. Η φωνή του
έτρεμε σαν τις παλιές πέτρες της κοίτης του.
-
Εγώ χρόνια και χρόνια υπηρετώ αυτόν τον τόπο, είπε. Κουβαλώ νερό,
θρέφω καλαμιώνες, τραγουδώ στις όχθες. Πάντα κρατούσα το Νερό μέσα στα όριά
μου. Αλλά αυτή τη φορά…
Έκλεισε
τα μάτια και αναστέναξε βαθιά.
- Αυτή τη φορά ήταν σαν να ήρθε χείμαρρος από άλλον κόσμο. Η ορμή του δεν
χωρούσε στα παλιά μου τοιχώματα. Πώς να κρατήσω τόσο θυμό, τόσο φόρτο; Έσπασα
κι εγώ, δεν άντεξα.
Ένα
παιδί από το ακροατήριο, που είχε δει το λασπωμένο σπίτι του να καταρρέει,
ρώτησε:
- Και φταις ή δεν φταις;
-
Φταίω όσο φταίει ένα γέρικο άλογο που δεν μπορεί να σηκώσει υπερβολικό
βάρος, απάντησε ο Παλιοπόταμος.
Η
Απόφαση του Πλάτανου
Ο
πλάτανος σιώπησε για λίγο. Τα φύλλα του αναδεύτηκαν σαν να συζητούσαν με τον
άνεμο. Όλοι περίμεναν, άνθρωποι και στοιχεία της φύσης μαζί.
Τότε
μίλησε.
- Άκουσα όλους με προσοχή. Βροχή, Νερό, Παλιοπόταμε… κάνετε όλοι το χρέος
σας όπως πάντα. Δεν είστε εσείς οι ένοχοι.
Ανασηκώθηκε
μεγαλόπρεπα, και τα κλαδιά του έγειραν προς τους ανθρώπους.
- Εσείς, άνθρωποι του Βαλτινού, είστε οι μεγάλοι φταίχτες. Με τις άλογες και
αλόγιστες δραστηριότητές σας καταστρέψατε το περιβάλλον. Κόψατε δάση, μπαζώσατε
ρέματα, χτίσατε εκεί όπου η φύση ήθελε να ανασαίνει. Αλλάξατε τις κλιματικές
συνθήκες, κάνατε τη Βροχή ασυγκράτητη, το Νερό απελπισμένο και τον Παλιοπόταμο
ανήμπορο.
Έπεσε
σιωπή.
Ο πλάτανος συνέχισε:
- Αν θέλετε να μη σας ξαναβρεί τέτοιο κακό, φροντίστε τη γη σας. Φυτέψτε
δέντρα, ανοίξτε ρέματα, σεβαστείτε το ποτάμι και τη διαδρομή του. Η φύση δεν
εκδικείται, απλώς αντανακλά ό,τι της δίνετε.
Και
από τότε…
Οι
κάτοικοι του Βαλτινού έσκυψαν το κεφάλι. Κι εκείνη τη μέρα πήραν μια μεγάλη
απόφαση: να συμφιλιωθούν με τη φύση. Άρχισαν να καθαρίζουν τον Παλιοπόταμο, να
φυτεύουν πλατάνια και ιτιές, να φτιάχνουν μονοπάτια για το Νερό και να
καλωσορίζουν τη Βροχή με ευγνωμοσύνη, αλλά και προετοιμασία.
Και
κάπως έτσι, με τη δίκη που έγινε παραμύθι και με το παραμύθι που έγινε μάθημα,
το Βαλτινό ξαναβρήκε την αρμονία του.
Γιατί,
όπως λέει κι ο γέρος πλάτανος όταν φυσάει ο αγέρας μέσα στα φύλλα του:
«Η φύση δε μας ανήκει. Εμείς ανήκουμε σε αυτήν.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου