Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Βαλτσινιώτικο παραμύθι «Ο Κόκορας που δεν Λαλούσε»

 

Κάποτε, στο Βαλτινό όταν οι νύχτες κρατούσαν περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, και οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει τι θα πει αυγή, ζούσε ένας κόκορας που είχε το πιο δυνατό λάλημα. Κάθε αυγή, πριν ακόμα σκάσει το πρώτο φως, ανέβαινε στον φράχτη και φώναζε δυνατά, λες κι ήθελε να ξυπνήσει όχι μόνο τους χωριανούς, αλλά και τον ίδιο τον ήλιο.

Όμως οι άνθρωποι του χωριού δεν τον χαιρόντουσαν όλοι. Μερικοί έλεγαν:
— Μας χαλάει τον ύπνο!
Άλλοι μουρμούριζαν:
— Μας ταράζει στη σιωπή, δεν θέλουμε φωνές…

Κι έτσι μια μέρα ο αφέντης του, πιεσμένος απ’ τους γείτονες, έσφαξε τον κόκορα. Το χωριό βυθίστηκε στη σιωπή. Το ξημέρωμα ήρθε, μα κανείς δεν το άκουσε∙ κι όσοι ξυπνούσαν, νόμιζαν πως ήταν ακόμα νύχτα.

Πέρασαν μέρες κι οι άνθρωποι έγιναν νωθροί. Άρχισαν να μπερδεύουν τις ώρες, να δουλεύουν όποτε να ’ναι, να χάνονται στη ραθυμία. Μα πιο πολύ απ’ όλα, έπαψαν να ρωτούν, να μαθαίνουν, να ξυπνούν μέσα τους.

Τότε ένας γέρος σοφός, που δεν φοβόταν πια τίποτα, είπε φωναχτά στην πλατεία:

«Να ξέρετε, χωριανοί μου, πως σε κάθε τόπο υπάρχουν τριών λογιών ζωντανά: εκείνα που κοιμούνται, εκείνα που ξυπνούν – και εκείνα που ξυπνούν τους άλλους. Τα πρώτα ζουν, τα δεύτερα παλεύουν, μα τα τρίτα πληρώνουν.»

Κι από τότε, όσοι φοβήθηκαν, έκαναν τις κότες.

Μα λένε πως βαθιά μέσα στα κοτέτσια, ένα μικρό κοτοπουλάκι κρατούσε στη μνήμη του το λάλημα που δεν πρόλαβε να μάθει. Και κάθε τόσο, σαν να δοκίμαζε τη φωνή του, έβγαζε έναν αδύναμο, μικρό ήχο.

Ίσως κάποτε δυναμώσει.
Ίσως κάποτε ακουστεί.
Ίσως τότε οι άνθρωποι να είναι έτοιμοι.
Ίσως τότε να έχει ξημερώσει στ’ αλήθεια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας