Του Ευαγγέλου Στάθη
Μπορεί
και σήμερα ακόμα στο χωριό να επιζούν αρκετές από τις παλιές γιορταστικές
συνήθειες, αλλά εντελώς επιφανειακά και πολλές φορές αρκετά διαφορετικά από κείνες.
Οι συνθήκες και ο τρόπος της σημερινής ζωής με τον σύγχρονο πολιτισμό έκαναν τα
χριστουγεννιάτικα έθιμα να χάσουν την παλιά τους σημασία, την παλιά τους αίγλη
και μαγεία. Θέλουν χαρά και κέφι τα Χριστούγεννα, θέλουν μεράκι και γλέντι,
θέλουν και λίγη φτώχεια και ανέχεια, έτσι, για να είναι ευκολότερο να ονειρευτούν
ο κόσμος. Τα Χριστούγεννα θέλουν και πολύ κρύο.
Παραμονή
Χριστουγέννων. Ο καιρός κρύος. «Έξω είναι
ψόφος, βαρείς δόντι». Πολλές φορές το πασπάλιζε κιόλας για τα καλά το ’στρωνε
και λίγο. Κι ο κόσμος ήταν χαρούμενος, γεμάτος κέφι, χαρά παντού. Τα ψώνια απ’
τα Τρίκαλα κι απ’ τα μαγαζιά του χωριού έχουν γίνει: πορτοκάλια, μήλα, φερίκια,
πολλά λεμόνια, ρύζι για τη σούπα, όχι και πολλά ψώνια. Έτοιμος ο παλιός ο
κόκοτας για το μεγάλο, το χαλκωματένιο τον τέντζερη, ετοιμάζονται κι οι
κουραμπιέδες.
Τα
μικρά παιδιά ανυπομονούσαν να νυχτώσει και να ξημερώσει γρήγορα. Οι καμπάνες
χτυπούσαν βαθιά χαράματα, κατά τις 4 περίπου. Δεν χρειαζόταν ρολόι για το
ξύπνημα, αρκούσε ο χτύπος της καμπάνας. Ο ήχος της βαλτσινιώτικης καμπάνας ήταν
αχνός κι αν δεν τον άκουγες, θα σε ξυπνούσε ο πολύ δυνατός της βαρμπομπίτικης
καμπάνας, αρκεί να είχες την ιδέα και το νου σου στο ξύπνημα και στην εκκλησία.
Αμέσως οι νοικοκυρές «το ’διναν» λίγο
το φως της λάμπας που ήταν χαμηλωμένο και όλα τα σπίτια με μιας φεγγοβολούσαν
και άρχιζαν αμέσως να ετοιμάζονται για την εκκλησία. Από όλα τα σπίτια, τις
γειτονιές και τους μαχαλάδες έβγαιναν ο κόσμος και γέμιζαν οι δρόμοι οι
κεντρικοί και η δημοσιά. «Διάλεγαν με τα
μάτια τους» τις λάσπες και προχωρούσαν προσεκτικά προς την εκκλησία.
Και αμέσως η εκκλησία γέμιζε κόσμο. Γεμάτα τα στασίδια των ανδρών, γεμάτοι οι διάδρομοι και το κέντρο, γεμάτο και το γυναικείο. Όλοι με ρούχα καλά και καθαρά, όλοι: παππάς, ψαλτάδες, μεγάλοι, μικροί, ξεφτέρια, όλοι λαμπροφορημένοι. Κεριά, θυμιάμα, λεβάντα και ψαλμωδία συμπλήρωναν την γιορτινή ατμόσφαιρα.
-«Η γέννησή σου
χριστέ ο θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως, ένα αυτίή γαρ ή τοις
άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο. Σε προσκυνείν…»
-Δόξα έν
υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
«Η εκκλησία απολάει». Όλοι γυρίζουν
χαρούμενοι στο σπίτι. Όλα τα μέλη της οικογένειας στρώνονται στο τραπέζι. Το
φαγητό είναι ένα και το ίδιο σε όλα τα σπίτια: μπόλικη και παχιά αυγοκομμένη
σούπα που έγινε από την παλιά κότα ή τον παλιό τον κόκοτα.
Και
κάποια έθιμα τηρούσαν οι παλαιότεροι: «έρχονταν
η παρέα, απολώντα η εκκλησία, η μάνα, οι μεγαλύτεροι, όποιος... Έπαιρνε αλάτι,
έριχνε στη φωτιά και έλεγε: φέρω γεια, φέρω χαρά, φέρω νύφες και γαμπροί, φέρω
πρόβατα, αρνιά, κατσίκια, γελάδια, τηρρρρ! τηρρρρ! τα πλάκια μ’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου