Ου
Μήτρους είχε μιαν θυγατέρα όμουρφη, αψλή και γραμματιζούμινη, να τ’ν πχεις στου
πουτήρι! Του σπούδαξι στα καλύτερα σχουλιά και στου εξουτιρικό! Αλλά τι του
φκιάν'τς που ήταντου ντιπ τσιατσιάβου! Δε στέργιουνι μι σιρκό, ούδι στάλα!
Ου καψου-Μήτρους κι Μήτρενα να σκάσ'ν απ' του κακό τ'ς! Ούλα τα κουρτσούλια παντρεύκαν, άνξαν σπίτια έκαναν πιδγιά κι αγγόνια κι του θκοτ’ς του λυκουφάγουμα, σπουδαγμένου κι όμουρφου να απουμένι ούδι έτσια!
Να
προυξινιά, να γνουριμίεις, να πιδιά λιβέντις κι μι βιος, να τ’ν ζητούν κι αυτό
τίποτα!
Κάποτι
κι αλλότι, ικεί σιακάτ κατ'ν Αθήνα που σκλημουρνιούνταν σι κατ’ επιστημουνικές
ανακατουσιές, γνώρσι κι θέλτσι ένα πιδί!
Απ’
τ’ν χαρά τ’ ου Μήτρους ούτι κουβέντα δε το φκιάνι μη ερθ’ πλάκα η δ’λιά! Όμως γένκαν
όλα καλά! Μόνιασι μι του πιδί, γνωρίσκαν μι τα συμπιθέρια, αλλ’ ανθρώποι,
Αθηναίοι! Έβαλαν κι μέρα για τα στέφανα!
Κινούν
να παν στ’ν εκκλησιά, όργανα, κλαρίνα, νταϊρέδις κι βιουλιά, χουρός τρανός…! Ου
Μήτρους ακόμα δι του πιστεύει! Θα παντρέψει του κουρίτσι!
Απ'
τ’ν άλλ’ μιριά χουρεύει κι ου συμπέθιρους κι ου Μήτρους δεν βάσταξι άλλου κι τουν
κρένει:
«'Εεε! συμπέθερε, χουρεύω ’γώ που διώχνω τον διάολο, χουρεύ'ς και συ που τον παίρν’ς»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου