Στην Εφημερίδα «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ» Τρικάλων της Πέμπτης 5 Μαρτίου
1953 στην πρώτη σελίδα δημοσιεύτηκε ένα ρεπορτάζ με τη φωτογραφία του υπεραιωνόβιου
Βασίλη Ανδρέου, από το Δενδροχώρι. Το άρθρο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή μας, υπογράφεται υπό των αρχικών Α.Μ. και
το παραθέτουμε με πιστή αντιγραφή.
ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΑΙΩΝΟΒΙΟΣ 115 ΕΤΩΝ ΚΑΤ'ΑΥΤΟΝ
ΚΑΙ 120 ΚΑΤ' ΑΛΛΟΥΣ ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΠΑΡΑΝΤΖΑ
Απέκτησε 6 τέκνα, 20 εγγόνια, 18 δισέγγονα. –Ένα τρισέγγονο
του πέθανε, αλλά περιμένει να γεννηθή άλλο. – Δεν έχει καπνίσει ποτέ. – Ελπίζει
να ζήση πολλά ακόμη χρόνια.
Εκατόν δεκαπέντε χρονών λέει εκείνος πως είναι!... Στα εκατόν είκοσι «και βάλε» τα ανεβάζουν οι γεροντότεροι συγχωριανοί του!... Ίσως και να έχουν δίκηο οι δεύτεροι αφού τέτοιον τον θυμήθηκαν και ζήσαν και γεράσανε κι αυτός ακόμα τέτοιος είναι…» και η προσπάθεια αυτή της απόκρυψης των πέντε αμφισβητούμενων χρόνων από τον ίδιο, να μη αποβλέπει παρά στην επιθυμία και μόνο και στο κουράγιο να τα «ξαναζήσει».
Χαλάλι του, λοιπόν κι αφού δεν μας πέφτει παρά μόνο λόγος, του ευχόμαστε με όλη μας την καρδιά, να το κατορθώσει.
Πρόκειται για το Βασίλη Ανδρέου από το χωριό Δενδροχώρι (Παπαράντζα) που μ’ όλα τα παραπάνω χρόνια που αναφέραμε πως βαρύνεται όχι μόνο εξακολουθεί να ζει, αλλά...
δίνει και την εντύπωση πως θα ζήσει ακόμα πολύ. «Άλλα τόσα» λένε οι χωριανοί πως θα ζούσε, αν είχε την περιποίηση και καλοζωία που πρέπει για άνθρωπο της ηλικίας του.
Σαν λευκό όνειρο παρουσιάστηκε μπρος στα μάτια μου, η ζωντανή αυτή ιστορία αιώνος και πλέον ο Βασίλης Ανδρέου.
Όταν τον είδα στο χωριό του που πήγα να τον επισκεφθώ, το σταθερό του χέρι πούσφιξε το δικό μου, μούδωσε την ιερή συγκίνηση του χαιρετισμού απ΄ τα βάθη των χρόνων που πέρασαν.
Πέρασε μπόρες και μπόρες κι έζησε χαρούμενες κι ευτυχισμένες ημέρες. Γεννήθηκε μες στη σκλαβιά και ευτύχησε να δει νέος τότε ακόμα, την απελευθέρωση του τόπου μας.
Εκατόν δεκαπέντε χρονών λέει εκείνος πως είναι!... Στα εκατόν είκοσι «και βάλε» τα ανεβάζουν οι γεροντότεροι συγχωριανοί του!... Ίσως και να έχουν δίκηο οι δεύτεροι αφού τέτοιον τον θυμήθηκαν και ζήσαν και γεράσανε κι αυτός ακόμα τέτοιος είναι…» και η προσπάθεια αυτή της απόκρυψης των πέντε αμφισβητούμενων χρόνων από τον ίδιο, να μη αποβλέπει παρά στην επιθυμία και μόνο και στο κουράγιο να τα «ξαναζήσει».
Χαλάλι του, λοιπόν κι αφού δεν μας πέφτει παρά μόνο λόγος, του ευχόμαστε με όλη μας την καρδιά, να το κατορθώσει.
Πρόκειται για το Βασίλη Ανδρέου από το χωριό Δενδροχώρι (Παπαράντζα) που μ’ όλα τα παραπάνω χρόνια που αναφέραμε πως βαρύνεται όχι μόνο εξακολουθεί να ζει, αλλά...
δίνει και την εντύπωση πως θα ζήσει ακόμα πολύ. «Άλλα τόσα» λένε οι χωριανοί πως θα ζούσε, αν είχε την περιποίηση και καλοζωία που πρέπει για άνθρωπο της ηλικίας του.
Σαν λευκό όνειρο παρουσιάστηκε μπρος στα μάτια μου, η ζωντανή αυτή ιστορία αιώνος και πλέον ο Βασίλης Ανδρέου.
Όταν τον είδα στο χωριό του που πήγα να τον επισκεφθώ, το σταθερό του χέρι πούσφιξε το δικό μου, μούδωσε την ιερή συγκίνηση του χαιρετισμού απ΄ τα βάθη των χρόνων που πέρασαν.
Πέρασε μπόρες και μπόρες κι έζησε χαρούμενες κι ευτυχισμένες ημέρες. Γεννήθηκε μες στη σκλαβιά και ευτύχησε να δει νέος τότε ακόμα, την απελευθέρωση του τόπου μας.
Η φωνή του σταθερή κι εκείνη. Μόνο τα μάτια του δείχνουν λίγο θολά. Βλέπει όμως και γνωρίζει καλά. Και μ’ όλη την καταπληκτικά σταθερή του μνήμη, δεν μπορεί, λέει, να θυμηθεί πότε ακριβώς γεννήθηκε… «Πάντως, δεν πιστεύω να τα περνάω τα… δεκαπέντε κι εκατό!...
Από τα παιδιά του, εξ εν όλω που απέκτησε ζούνε μόνο τα δύο. Ο Γεώργιος Ανδρέου ετών 61 και η Μαρία σύζυγος Αλαφοστέργιου ετών 70. Η μεγαλύτερη του κόρη Παρασκευή Μεγαρχιώτη πέθανε σε ηλικία 75 χρονών και άφησε 7 παιδιά, 3 η Θεοδώρα Ν. Μπακάλη που πέθανε επίσης και η Βάϊα και ο Γρηγόρης που πέθαναν όταν ακόμα ήσαν μικρά.
Τα εγγόνια του είκοσι εν όλω, ζούν όλα σήμερα, καθώς και τα δισέγγονά του που φτάνουν τα 18. Απ’ όλα αυτά παντρεύτηκε, μόνο, πριν δύο χρόνια, τώρα ο Γεώργιος Πράτας τη Μαργαρίτα Βαγγελού από το Βαλτινό με την οποία απέκτησε ένα παιδάκι – τρισέγγονο το πρώτο του γέρου – μα που δεν είχε την ευτυχία να ζήσει. Αισιόδοξος, όμως όπως είναι ο «γέρος» πιστεύει πως θα κρατήσει στα χέρια του το «άλλο» που θα γεννηθεί από τη μαργαρίτα που είναι σε ενδιαφέρουσα, πάλι κατάσταση.
Ο γέρος, ζει με το γιό του το Γιώργο που κι εκείνος έχει πέντε παιδιά από τα οποία τα 4 κορίτσια. Είναι πολύ φτωχοί. Υποφέρουν θα μπορούσε κανείς να πει. Ο γεωργικός του κλήρος από 30 στρέμματα είναι αδύνατο να αποδώσει όσα τους χρειάζονται. Και να σκέπτεται κανείς, πως και ο ίδιος ο πατέρας είναι άρρωστος, χρόνια τώρα από το δεξί του πόδι που τον πονάει αφόρητα κι ήτανε το ίδιο πόδι του η αιτία να απαλλαγεί από το στρατιωτικό. Από τότε δεν ξανακοιτάχτηκε λέει, σε γιατρό κι ο διπλός του πόνος αυξάνει απ’ ότι υποφέρει όλη του η οικογένεια. Αυτά λέει ο δύστυχος πατέρας των τεσσάρων ενήλικων κοριτσιών και γυιός του γέρου, που μ’ όλα τα μισά χρόνια που έχει του πατέρα του δίνει την εντύπωση ποιο γερασμένου.
Ρίχνουμε την ιδέα της ενισχύσεως της οικογένειας αυτής σαν επιβεβλημένο καθήκον.
Πρέπει να ληθφεί το ταχύτερον απόφασις των αρμοδίων αρχών για μια επιχορήγηση σ΄αυτόν που επετέλεσε το μεγαλύτερο άθλο: που νίκησε το θάνατο… Και σαν ζωντανό κειμήλιο πρέπει εκτός από το θαυμασμό μας, να το περιβάλλουμε με την αγάπη και τη στοργή μας, νοερά, κι έμπρακτα να του το αποδείξουμε με την ενίσχυσή μας σαν αποτέλεσμα αυτών μας των συναισθημάτων, με την εξεύρεση των αναγκαιούντων απ΄όπου δήποτε και οπωσδήποτε.
Πρώτιστη όμως ενέργεια που επιβάλλεται να γίνει, αμέσως, από μέρους των αρμοδίων αρχών, είναι να σταλεί ένας γιατρός στο σπίτι αυτό που δυστυχεί εξ αιτίας της χρόνιας αρρώστιας του πατέρα και του γιού και φάρμακα δωρεάν για το υιό και εγγονό που υποφέρει κι εκείνος από γρίππη σοβαρής μορφής.
-Τσιγαράκι παππού;
-Α! μπα!... Δεν καπνίζω. Δεν κάπνισα ποτέ μου. Γι΄ αυτό έχω και τα πλεμόνια μου «περιστερένια!» Έχει και μια χρυσή καρδιά ο παππούς και η ψυχή του άδολη και αθώα. Τις καλές μέρες κάμει καμμιά βολτίτσα έξω στην αυλή, απολαμβάνοντας τη λιακάδα και παίζει το «κούκου» το «κρυφτό» κι άλλα παιχνίδια με τα εγγονάκια του πούρχονται να τον δούν κι άλλα μικρά της γειτονιάς. Ίσως και να τα λέει κι ίστορίες… Ύστερα, κοντά στο τζάκι, ο παππούς σιγοσφυρίζει παληούς κλέφτικους σκοπούς με τα ασίγαστα χείλη του όλο χαμογελώντας.
-Γειά σου παππού. Μ΄εύγλωττη συγκίνηση σκύβω να φιλήσω το πατρογονικό του χέρι. Μα εκείνος με σβελτάδα παλληκαριού και χωρίς να καταλάβουμε πως βρέθηκε όρθιος, προσπαθώντας να ισιώσει, όσο μπορούσε το ελαφρά μόνο κυρτωμένο κορμί του. Θέλησε να πάρει μέρος και στο ξεπροβόδισμα, μα του υπενθυμίσαμε τα… ρεύματα και τον ξαναβάλαμε κοντά στο τζάκι στη γωνιά του…
Φεύγοντας του υπεσχέθηκα πως μετά κάμποσο καιρό θα ξαναπάω.
-Να ρθεις, λέει, πρόσχαρα. Θα σε περιμένω παιδί μου. Και είναι σίγουρος πως θα με ξαναδεί όπως και γω το ίδιο: Πως θα τον προφτάσω…
Α.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου