Γνώριμη φιγούρα, ξεμύτιζε από το βάθος της στράτας και έφερνε την χαρά και την ελπίδα με τα νέα που κουβαλούσε.
Αντίκριζε μάτια βουρκωμένα, έρχονταν καθημερινά σε επαφή με την λαχτάρα και τον πόθο του νόστου. Έκανε τον παρηγορητή λέγοντας δυο λόγια ελπίδας για να απαλύνει τον πόνο.
Αντιμέτωπος με ταλαιπωρίες και κινδύνους, πότε διάβαινε λασπωμένους και κακοτράχαλους δρόμους, πότε μέσα στα κρύα, πότε στις ανυπόφορες ζέστες προσηλωμένος στο καθήκον να μεταφέρει το άγγελμα.
Η στολή του είχε χρώμα ανοιχτό γκρι και στη κεφαλή φορούσε πηλίκιο.
Φορτωμένος με την ταχυδρομική του τσάντα, που κρεμούσε μπροστά στο στήθος ή στην πλάτη, του κατέφθανε στο χωριό πότε με άλογο, πότε με ποδήλατο, πότε με μηχανάκι, πότε με αυτοκίνητο μα ποτέ χωρίς χαμπέρια…
Ο Ταχυδρόμος ο Διαμαντής
-Ηρθιν ου Ταχυδρόμους! Αηστι να πάμι στου Ρούσκα, είπιν η μπάμπου Ρίνα στη νυφαδιά τ’.
-Πού κατάλαβις μαρ’ μάνα?
-Αμ δεν ακουσις την τρουμπέτα, μαρ’ νύφ?
-Ουοοχ(ι)!, μι τις δουλειές, ως ιδώ, ως ικεί, δεν πήρα χαμπέρ. -Τότι πιρίμινι λίγου να ητιμαστώ και να πάμι. Θα ήρθιν ου Ταχυδρόμους ου Διαμαντής μι του μουλάρ, απ’ του Σκαλουχώρ, καλός άνθρουπους. Μείπιν κιου Κουσμάς να τουν ειπώ να ρθεί του βράδ’ να μείν σπίτ κι αύριου έχ’ να συνιχίσ’ μι του μουλάρ να πάει κι στη Σλήμιστα και στου Κουσταράζ κι ύστιρα πίσου στου Ταχυδρουμείου, στη Χρούπιστα.
-Πάμι μαρ’ μάνα, μπουρεί να ήφιρι κι τη σύνταξ’ για τι σένα…
-Ηηηη, μαρ΄ μάνα, τι πουδιά είνι αυτή? Θα μας βγάλουν στου Μύλου κι στου παζάρ! Για να συ δώσου μια άλλ’.
-Αμ, τι έχ’? Ντύπ κινούργια είνι! Ούτε δεύτιρη κάρπα δεν έχ’!
-Τούου!…Τούου!…Τούου!.
-Καλώς τις! Τι φτιάνις μπάμπου Ρίνα? Ληφτηρία, τι φτιάν’ ου Κουσμάς, καλά όλ’ στου σπίτ’?
-Καλουσήρθις Διαμαντή. Μας ήφιρις κανά καλό χαμπέρ?
-Εχι’ τι γράμμα απ΄ τα πιδιά, απου τη Γιρμανία. Να! Ηδώ τόχου, του ξεχώρησα, ήξιρα που θα πιρίμινάτι.
-Να σ’ έχ’ καλά ου Θός Διαμαντή. Αμα τιλειώσεις, να ρθείς στου σπίτ’. Ου Κουσμάς μάφκιν παραγγιλιά: Να ειπείς του Διαμαντή απόψι να ρθεί σπίτ’, να μείν’ σι μας, να τουν φιλέψουμι κι να παραδείξουμι λίγου. Αυτός μ’ εχ’ φιλουξινήσ’ τόσις φουρές στου Σκαλουχώρ (*τούχαμι βάλ’ νόμουν στου χουριό: όποιους είχιν γράμμα απού τα ξένα, ηλιγιν τουν Διαμαντή να πάει του βράδ’ στου θκό τ’ του σπίτ’).
Αμα τιλείουσι να δίν’ τα γράμματα απ΄ του σάκκου τ’, ου Διαμαντής έκατσι μι τις άντρ΄ λίγου να παραδείξ’ στου Καφηνείου.
-Γειά σου Μπάρμπα-Διαμαντή! τουν φώναξι,ου Νικόλας ου Ρούσκας, παλιός καφητζής, μπακάλης κι κουρέας.-Σ’ έχου έτοιμου μιζέ κι ένα τσίπουρου, απ’ του θκόμ΄, κάτσι καλά! Κι ύστιρα θα σι κουρέψου κι θα σι ξουρίσου.
-Α μπρε να σι πάρ’ ευχή να σι πάρ’, είπιν ου Παπαγιώργης, σάματις δίκιου, έχ’ς. Νικόλα είσι μάστουρας, μπράβου! Αλλά του θκόμ’ δεν του φτάν’!
-Για που τόβαλάμι απόψι? τουν ρουτάει ου Παπαγιώργ’ς.
-Απόψι είμι στουν Κουσμά.
-Ας ήμαστι καλά, Φέντη, θα ρθώ. Θα σι δούμι στην ηκκλησιά τότι.
-Ε Ράπο, έ Μπάλιο, τάκανι κουμάντου μι την αξάλ’ να σταματήσουν.
-Καλώς τουν Διαμαντή. Καλους ήρθις στου χουριό! Σ’ είπιν η Κυρά? Απόψι σι μας.
-Μείπιν η Ληφτηρία, γι αυτό έρχουμαν κατ’ ιδώ
-Πιρίμινι να ξιζέψου λίγου του κάρου. Φέρ’ του μουλάρ’ να του βγάλουμι του σαμάρ’ να πάρ’ έναν αηέρα, να του πουτίσου, κι να του πάου στου αχούρ’ κι να του ταϊσου. Εχου φρέσκου γκιουντζιέ κι κριθάρ.
-Μπαρμπα Διαμαντή πές μας κι άλλις ιστουρίες που γυρνάς μι του μουλάρ στα χουριά.
Τουν πρώτου χρόνου λιέι, ου Διαμαντής, έφυβγα, γυρνούσα σπίτ’ στου χουριό. Μ’ήληγαν πουλλιοί, ”Κάτσι απόψι ιδώ, Χειμώνας είνι. Γλήγουρα σκουτιδειάζ’.
-Ουόχ’ ιγώ. Αντηριούμαν. Αμα ιένα βράδ’ ,μι χιόν’ ως του γόνα, μι νύχτουσιν στου δρόμου, λύκ’ απ’ δώ, λύκ’ απού κεί. Α ρη, είπα, θα μη φάν’ τα ζλάπια! Του μουλάρ’, τούχα πιταλουμένου με κινούργια πέταλα. Δεν νταλντούσαν τα ζλάπια. Τάδιουχνι μη του ουπισνά τά πουδάρια. Ως να φτάσου σπίτ’ είδα κι έπαθα. Μωρέ άλλ’ φουρά νύχτα χειμώνα είπα, όπου νάνι, κι συ αχυρώνα να μη πούν θα μείνου. Κι έτσι λιέμι κι κανά μαμπέτ απόψι.
Μι ψημένα κάστανα κι κρασί, παράδειχναν, ήλιγαν, ήλιγαν, δεν τάσουναν, ώσπου τα πιδιά πουκοιμήθκαν στου μπασ’ κι μάνα τ’ τα πήριν τάβαλιν στου κρεβάτ’, γιατί ταχιά χαραή, είχαν να σκουθούν να πάν σκουλειό κιου δάσκαλους θα τα πιρίμινι μι την κιντιμέν’ τη βέργα, άμα δεν πάηναν στην ώρα τ’.
Του προυϊ, βαθειά χαραή, οι άντρ’ σκώθκαν, ήτοίμασαν τα ζουντανά, του μουλάρ του Διαμαντή, τόβαλαν του σαμάρ, φόρτουσι ου Διαμαντής του σάκκου, κι την τρουμπέτα, μη την αστουχήσου, σκέφκι, κιου Κουσμάς τουν προβόδισι ως του Ρίντου για τη Σλίμιστα, να μη τουν χνηθεί κανά ζαγάρ’ προυί-προυί, απ΄ τα τζουμπανάρκα κι τουν κόψ’ κανά πουδάρ’.
Κάπους έτσ’ λοιπόν αυτά τα χρόνια, στις δικαητίες 1950-1960 έρχουνταν στου χουριό ου Ταχυδρόμους κι έφιρνι τα χαμπέρια κι τα χρειαζούμινα.
Αυτά τα χρόνια, τότι δεν ήξεράμι τα σημιρνά ημέλια κι εσημέσια κι κουνητά τηλιέφουνα κι κουμπούτερ, που έχ’ η νηουλιέα σήμιρα.
-Ηέλα Κέντρουου! Θέλου αυτό του νούμιρου,…..του πιδί είνι εικει…
-.Ελα! Τι φτιάντι μαρ’ μάνα? –Καλά ρε πιδί μ’. Καλά που ήρθι κι μι φώναξι η Λιένη του Ρούσκα κι μας είπιν μας πήρις τηλιέφουνου…
Ληίγου-ληίγου ήρθι η πρόοδου στου χουριό κι έβαλάμι όλ’ τηλιέφουνα σπίτια, νάχουμι να παραδείχνουμι κι να λιέμι μαμπέτια που μακρά..
Ου Καναγκιρίσιους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου