Σε
μια εποχή χωρίς τηλεόραση, ίντερνετ ή κινητά, ο ερχομός του πλανόδιου
κινηματογράφου στο Βαλτινό ήταν ένα από τα πιο πολυαναμενόμενα γεγονότα του
καλοκαιριού. Ήταν η στιγμή που το καφενείο μεταμορφωνόταν σε υπαίθρια αίθουσα
προβολής και η κοινότητα ζούσε συλλογικά μια εμπειρία πολιτισμού, διασκέδασης
και κοινωνικότητας.
Ο πλανόδιος κινηματογραφιστής –συχνά με ένα παλιό φορτηγάκι και ένα μεγάφωνο που αντηχούσε βραχνά στους χωματόδρομους του χωριού– διαλαλούσε το πρόγραμμά του λίγες ώρες πριν. Το γεγονός γινόταν θέμα συζήτησης, προετοιμασίας και ανυπομονησίας, ιδίως για τα παιδιά και τους νέους.
Την
ώρα της προβολής, οι κάτοικοι έφερναν από το σπίτι ξύλινες καρέκλες,
μαξιλαράκια και ζακέτες – τα καλοκαίρια τότε ήταν ακόμα δροσερά. Οι
πορτοκαλάδες από το καφενείο έδιναν γεύση στο βράδυ και το πλήθος που
συγκεντρωνόταν δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα γιορτής. Ο χώρος έξω από το καφενείο
μετατρεπόταν σε νυφοπάζαρο· τα αγόρια και τα κορίτσια έκαναν τις πρώτες δειλές
βόλτες, τα πρώτα βλέμματα, ίσως και τα πρώτα φλερτ.
Η
μαγεία άρχιζε μόλις έπεφτε το σκοτάδι. Τα μηχανήματα στήνονταν μπροστά στα
μάτια των παιδιών, που παρακολουθούσαν με περιέργεια, ήθελαν να βοηθήσουν, να
μάθουν, να συμμετάσχουν. Ο χώρος της προβολής οριοθετούνταν πρόχειρα με λευκά
πανιά, για να αποτρέψουν τους «τζαμπατζήδες» από τις πίσω γωνιές. Κι όμως, τα
παιδιά πάντα έβρισκαν τρόπους να τρυπώσουν και να ζήσουν τη μαγεία του σινεμά
σαν «λαθρεπιβάτες της φαντασίας».
Οι
ταινίες που προβάλλονταν ανήκαν κυρίως στο μελόδραμα και την κοινωνική τραγωδία
της εποχής: «Μάνα, γιατί με γέννησες», «Οι άντρες δεν ξέρουν να αγαπούν» και
παρόμοια έργα με πρωταγωνιστές όπως ο Νίκος Ξανθόπουλος και η Μάρθα Βούρτση.
Ήταν ταινίες που μιλούσαν στη λαϊκή ψυχή, αναπαριστούσαν τον πόνο, τη φτώχεια,
την αδικία και το όνειρο, φέρνοντας συγκίνηση και δάκρυα σε ένα κοινό που συχνά
ταυτιζόταν βαθιά με τους ήρωες της οθόνης.
Ένας
από τους ανθρώπους που σφράγισαν εκείνη την εποχή ήταν και ο πλανόδιος
κινηματογραφιστής Αθανάσιος Πολυμερόπουλος. Ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, άνθρωπος του μόχθου
και της επιμονής, γύριζε από χωριό σε χωριό, φωτίζοντας με τους προβολείς του τα καφενεία και τις πλατείες της ελληνικής υπαίθρου. Δεν ήταν μόνο μεταφορέας εικόνων· ήταν
φορέας πολιτισμού, αγωγός συναισθήματος, σύνδεσμος ανάμεσα στον κόσμο του
χωριού και την τέχνη του σινεμά.
Ο
διαβατικός κινηματογράφος της μεταπολεμικής Ελλάδας ήταν κοινωνικό γεγονός, εργαλείο διαπαιδαγώγησης και γέφυρα με έναν κόσμο
ευρύτερο, πιο μακρινό, πιο ονειρικό. Και πάνω απ’ όλα, ήταν μια συλλογική
εμπειρία, μια γιορτή του βλέμματος, της συγκίνησης και της κοινότητας.
Σε
μια εποχή όπου η οθόνη έγινε προσωπική και η εμπειρία μοναχική, η ανάμνηση του
πλανόδιου σινεμά παραμένει πολύτιμη: ως μαρτυρία μιας άλλης Ελλάδας και ως
μνήμη εκείνων των καλοκαιρινών βραδιών που το φως της προβολής ένωνε ψυχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου