Στις
σκάλες του σχολείου καθίσανε, με μπογιές στα ρούχα, στο βλέμμα ασβέστη,
γελούσαν, κουβέντιαζαν, κάνανε διάλειμμα, μες στου καλοκαιριού το φως που
περίσσευε.
Ο
Βάιος, ο Παναγιώτης, ο Γιώργος όρθιοι, κρατούσαν την κούπα, με τα χέρια
λερωμένα μα καθαρά από τον ιδρώτα της προσφοράς, της μέρας που έβαφε το χωριό
με φωνές.
Ο
Χρήστος, ο Χρήστος, ο Παναγιώτης, ο Κώστας, ο Δημήτρης κι ο Στέργιος μπροστά,
κι ο Βασίλης, καθίσανε εκεί που κάθονταν οι μαθητές κι είδαν πως το σχολείο
μυρίζει παιδικά βήματα.
Ήταν
τότε που το χωριό έσφυζε από κόσμο, με παιδιά που τρέχανε στα διαλείμματα,
με νερά στις αυλές, με φωνές στα παράθυρα, με το γέλιο που αντηχούσε ως τα
πλατάνια.
Μα
κάθε μπογιά που έπεφτε στον τοίχο, ήταν σπόρος που φύτρωνε στο Βαλτινό,
να μείνει το σχολείο όμορφο, γεμάτο ζωή, να θυμίζει πως εδώ η κοινότητα
αντέχει.
Κι
αν οι φωνές λιγόστεψαν με τα χρόνια, η φωτογραφία αυτή είναι μια απόδειξη:
ότι ο τόπος ζει όσο υπάρχουν χέρια που ξέρουν να προσφέρουν χωρίς να ζητούν.
Στις
σκάλες του σχολείου καθίσανε, κι ακόμη κι αν φύγανε τα παιδιά και τα χρόνια,
εκείνοι μένουν, μια παρέα απλή, που έβαψε το Βαλτινό με φως και ανθρωπιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου