Διήγημα
του Δημήτρη Τσιγάρα
Μία
καλοκαιριάτικη νύχτα, Αύγουστος μήνας ήταν, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, κι οι κάτοικοι
του Βαλτινού αποσταμένοι από τις δουλειές τους είχαν πλαγιάσει νωρίς όξω στις
ρούγες τους, για να ξαποστάσουν, ώστε το πρωί με την αυγούλα να βρίσκονται στα
χωράφια τους. Το φεγγάρι, που τους φώτιζε γλυκά κι απαλά με τις αργυρόξανθες
ακτίνες του, τώρα είχε γείρει πια πίσω από τις βουνοκορφές του Κόζιακα.
Ξάφνου
ακούστηκε να χτυπάει η καμπάνα του χωριού ασταμάτητα, νταν, νταν, νταν! Ο ήχος της, που έβγαινε
από το μπρούτζινο και θεόρατο στόμα της, απλώνονταν ανατριχιαστικά στη νεκρική σιγαλιά
της νύχτας κι έφτανε ως πέρα στα άλλα καμποχώρια.
Σε
λίγο σταμάτησε η καμπάνα κι ακούστηκε μία δυνατή φωνή που ’λεγε και ξανάλεγε:
-
Xωριανοί – Ε, χωριανοί… φωτιά στο σπίτι της Σταμούλως!
Οι
άνθρωποι που βρισκόταν στον πρώτο τους ύπνο ξύπνησαν, άρχισαν ν' αναδεύονται, να τρίβουν τα
μάτια τους και ν’ αφουγκράζονται τα λόγια του βραδινού ντελάλη.
Αλαφιασμένοι
τώρα πετάχτηκαν επάνω κι έτρεξαν προς το σπίτι της Σταμούλως.
Οι
δρόμοι γέμισαν από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα σκυλιά αναστατώθηκαν κι εκείνα,
με τις φωνές, τα χτυπήματα και τον θόρυβο των ανθρώπων. Γαυγίσματα από δω, γαυγίσματα
από ’κει, ουρλιάσματα από δεξιά, ξεφωνητά απ’ αριστερά... Σε λίγα λεπτά της ώρας οι χωριανοί βρέθηκαν κιόλας στον τόπο της φωτιάς.
Τι
να ιδούν; Το σπίτι της Σταμούλως ήταν παραδομένο στους καπνούς και στις φλόγες!
Αλλά κι αυτή, με καμένα χέρια, πόδια και πρόσωπο και σε κατάσταση λιποθυμίας,
ξαπλωμένη στη ρούγα της, ενώ οι χωριανοί μάταια προσπαθούσαν να περισώσουν κάτι
από το νοικοκυριό της.
Η
φωτιά είχε τώρα πια φουντώσει. Οι φιδόγλωσσες φλόγες έγλυφαν λαίμαργα τα
παραθυρόφυλλα, τις πόρτες και προχωρούσαν προς τη στέγη.
Με
το ελαφροφύσημα του αγέρα, οι φλόγες όλο και μεγάλωναν και σαν αχόρταγες κι
αδηφάγες, έδειχναν ότι βιάζονται να συμπληρώσουν το καταστροφικό τους έργο. Κι αλήθεια! Ζωντάνεψαν πιο πολύ, μεγάλωσαν,
φούντωσαν και έκαψαν κι αφάνισαν κάθε τι που βρήκαν μπροστά τους. Κι έτσι σε
λίγο, από το σπίτι της Σταμούλως δεν έμεινε τίποτε άλλο, παρά ένας σωρός από
κάρβουνα και στάχτη.
Εκείνο
που κατάφεραν οι κάτοικοι, ήταν να περιορίσουν τη φωτιά και να γλυτώσουν τα
διπλανά σπίτια, που συνόρευαν με το σπίτι της Σταμούλως.
Όταν
επέστρεφαν στα σπίτια τους μικροί και μεγάλοι, παρέες - παρέες κρυφοκουβέντιαζαν,
σχολίαζαν κι έλεγαν:
-
Αμ τι νόμιζε η Σταμούλω, μόνο δαίμονες υπάρχουν,… υπάρχει και Θεός που τα
βλέπει όλα και τιμωρεί!...
-
Μωρέ,... έλεγε ο άλλος, ο Θεός αργεί, αλλά δεν λησμονεί, λέει η παροιμία του
κόσμου.
-
Έτσι είναι ρε παιδιά. Όποιος ανακατεύεται με δαίμονες και σατανάδες, τι καλό
περιμένεις να έχει!... Με τους σατανάδες ανακατώνονταν η Σταμούλω, σατανάδες
την κατέστρεψαν. Αμ δεν έχουν φίλους οι σατανάδες!...
Η
φτωχή Σταμούλω, βιοπορίζονταν μαζεύοντας φουκάλια από την περιφέρεια και έφτιαχνε
σκούπες που τις πουλούσε στο παζάρι. Ήταν ψηλή, λιγνή, στεγνή και κοκαλιάρα, με
ζαρωμένο πρόσωπο και χιλιοζαρωμένα χέρια. Κι όπως ήταν μαυριδερή στο πρόσωπο «μαυροσκιά» και «φάτσα του
διαβόλου» την έλεγαν στο χωριό.
Από
πολύ μικρή ηλικία είχε ορφανέψει από πατέρα και μάνα και η ζωή της ήταν ένα
μαρτύριο. Παντρεύτηκε με τον Γύφτο τον Λιακαβάκη κι έμεινε χήρα, εδώ και
χρόνια, καθώς ο άντρας της σκοτώθηκε στον πόλεμο. Ο μονάκριβος γιος της δεν
ήταν στα συγκαλά του. Τον είχαν πάει στον Άη Νικόλα, στο Μπαρμπόπι να γίνει καλά,
αλλά μάταια, πέθανε κι αυτός μέσα στο κελί κι απόμεινε παντέρημη και δύστυχη η
Σταμούλω.
Στο
χωριό έλεγαν πως ήταν δαιμονισμένη γιατί πίστευαν πως ευθύνεται για τον θάνατο
των τριών συγγενών της, πατέρα, άντρα και γιό!
Πολλοί
της έριχναν ευθύνες για την θανατική αύρα που εξέπεμπε. Άλλοι την θεωρούσαν
μάγισσα, που ’κανε νιους και νιες να πεθάνουνε πάνω στο ανθοβόλημα της νιότης
τους. Οι γυναίκες και τα κορίτσια την έτρεμαν και την φοβόντουσαν. Τα
λιανοπαίδια, που έπαιζαν στις γειτονιές, όταν την έβλεπαν, σταματούσαν τα
παιχνίδια και τα ξεφωνητά τους και κρύβονταν πίσω από τους φράχτες και τους
τοίχους για να αποφύγουν το βλέμμα της. Η Σταμούλω το καταλάβαινε αυτό, σταματούσε
για λίγο, κάτι μουρμούριζε κι έπειτα αφήνοντας ένα βόγγο, έπαιρνε τα μάτια της
και τήραγε μπροστά στον δρόμο της. Κάποιες
φορές, συλλογιζόμενη, ένοιωθε τόσο ανυπεράσπιστη κι αναρωτιόταν: Ποιος άραγε θα
κατάφερνε να ορθώσει ανάστημα απέναντι στις δυνάμεις της κόλασης, αλλά και στους
δαίμονες που κάθονται στο θρόνο της ανθρώπινης ψυχής;
Πέρασαν
μήνες κι ύστερα από την καταστροφή του νοικοκυριού της, η Σταμούλω πέθανε.
Πέθανε αφού τρεις ολόκληρους μήνες βασανίστηκε στην ψάθα από τα καψίματα της
φωτιάς και τ’ άδικο του κόσμου.
Όταν
ο παπάς και πέντε-έξι πήγαιναν να την θάψουν, πολλοί ήταν εκείνοι που
σταυροκοπιούνταν και παρακαλούσαν το Θεό να μείνει άλιωτη και να βρικολακιάσει.
Λένε
πως όντως βρικολάκιασε! Λένε επίσης πως την έβγαλαν άλιωτη στα οκτώ χρόνια!
Ποιος ξέρει;
Ένα
μονάχα ξέρουν στο χωριό, ότι η Σταμούλω ήταν μία μάγισσα που σώρευσε συμφορές
και δυστυχία στο χωριό.